Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Ελληνικός χαλβάς

Ελένη Μπάλιου (Μάθημα κ. Φώτης Βλαστός)

Πρόσωπα

Ασπασία 43

Θοδωρής 50

Ινδός Σερβιτόρος 25

Πρόεδρος (Κύριος Διαμαντόπουλος) 65

Αριστέα (Κ.Δ ) 45

Ζευγάρι σε γάμο με δύο παιδιά. Αυτός περιφερειακός διευθυντής μιας εταιρείας τροφίμων φρανσάιζιν που άνοιξε με δέκα καταστήματα και φιλοδοξεί ν’ αυγατίσει. Αυτή υπάλληλος στην ίδια εταιρεία και υφισταμενός του. Διαφωνεί με την πολιτική του στην εταιρεία και αμφισβητεί τις προθέσεις του επι παντός επιστητού. Βγαίνουν σε δείπνο με τον πρόεδρο και ιδρυτή της εταιρείας. Το ραντεβού είναι για τις εννιά. Το ζευγάρι πηγαίνει νωρίτερα στο ινδικό εστιατόριο. Περιμένουν τον πρόεδρο με τη γυναίκα του. Στο μεταξύ κοιτάζουν το μενού για ν’ αποφασίσουν τι θα παραγγείλουν.

Ασπασία: -Όλα τά’ χε η Μαριορή το ινδικό μας έλειπε. Τι στράβωσε δηλαδή στην ελληνική κουζίνα;

Θοδωρής: -Τίποτα στραβό με την ελληνική κουζίνα, την δοκιμάζεις όμως από τότε που γεννήθηκες. Δεν την βαρέθηκες; Να δοκιμάσεις και κάτι άλλο;

Ασπασία: -Και τι είμαι εγώ; Ινδικό χοιρίδιο; Να κάνουν οι ινδοί πειράματα με το στομάχι μου;

Θοδωρής: -Γι’ αυτό θα παραμείνεις υπαλληλίσκος στον αιώνα τον άπαντα. Δεν έχεις φαντασία, ούτε και καμιά επιθυμία να εξελιχθείς.

Ασπασία: -Αυτό πάλι πως μας προέκυψε; Για κουζίνα μιλούσαμε.

Θοδωρής: -Πες μου τι τρως να σου πω ποιος είσαι.

Ασπασία: -Α κοίτα. Αν θέλεις να βρεις αφορμή για να μου βγάλεις κουσούρια είναι άλλο. Με την ίδια λογική θα μπορούσα κι εγώ να σου πω, ότι είσαι ο μόνος στο σπίτι που τρώς τον λαπά όχι για τις θεραπευτικές του ιδιότητες αλλά γιατί σου αρέσει. Σ’ έχει βρίσει κανείς εξαιτίας αυτού να σε πει λαπά;

Θοδωρής: -Σε πληροφορώ ότι το ρύζι το ανακάλυψαν πρώτα οι πιο πολιτισμένοι λαοί και ακριβώς αυτές οι διατροφικές τους συνήθειες ήταν που έδειξαν το επίπεδο του πολιτισμού τους σε σχέση με τους άγριους, που έτρωγαν ωμό κρέας. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Πολλά χρόνια καλή μου. Και θα έπρεπε να το έχεις πάρει είδηση.

Ασπασία: -Για την παροιμία «πες μου με ποιον πλαγιάζεις να σου πω ποιος είσαι», έχεις καμιάν ιστορική αναφορά; Γιατί κατά βάση αυτή γνωρίζει ο κόσμος. Τα άλλα είναι δικές σου πολιτισμένες μπηχτές που άρχισες να εμφανίζεις από τότε που κόλλησες με το λαπά και αυτό τον Σάι Μπάμπα.

Θοδωρής: -Άσε το Σάι Μπάμπα απέξω. Δεν τρώει λαπά.

Ασπασία: -Μπα; Παρακολουθείς και το διαιτολογιό του; Και τι τρώει μωρό μου ο φωτισμένος αυτός άνθρωπος; Ή δεν είναι άνθρωπος; Μπας είναι πνεύμα;

Θοδωρής: -Αν ήξερες πόσο στ’ αλήθεια φωτισμένος είναι και πόσα καλά έχει κάνει δεν θα ειρωνευόσουν…Αλλά εσύ είσαι κολλημένη με τις ξεπερασμένες ιδέες σου και βλέπεις την απατεωνιά παντού. Τέλος πάντων, που είναι ο κατάλογος;

Ο Θοδωρής στριφογυρίζει άβολα στην καρέκλα του, βλέπει το σερβιτόρο και του κάνει νεύμα να πλησιάσει.

Ασπασία: -Περιμένω κι εγώ να μας τον φέρουν. Έχει τίποτα αναγνωρίσιμο μέσα ή θα φάμε ακρίδες ογκρατέν; Τουλάχιστον εγώ δεν έχω καμιά σχέση με το παπαδαριό. Εσύ από τον ένα παπά φεύγεις στον άλλο πέφτεις. Αμ δεν θα σώσουν αυτοί τον κόσμο.

Θοδωρής: -(με ξεφύσημα δυσφορίας) Δεν σε τιμάει σαν αριστερή να μη σέβεσαι τον πολιτισμό των άλλων λαών. Άκου ακρίδες ογκρατέν! Κατηγορείς και τους ρατσιστές! Ούτε ο σοσιαλισμός θα σώσει τον κόσμο. Στη δεύτερη παρουσία του Μάρξ, ίσως.

Ασπασία: -Τουλάχιστον δεν παραμυθιάζομαι με ανύπαρκτους σωτήρες. Αν ο κόσμος δεν έχει τη δύναμη ν’ αντισταθεί στις αδικίες, θα μας πνίξουν οι Σάι Μπάμπες και οι άλλοι. Είδες ο Τομ Κρουζ τι έπαθε; Λάλησε με τη θρησκεία. Και το να μη θέλω να φάω κάτι που τρώει ένας άλλος λαός, δεν είναι ρατσισμός. Αν κάποιοι σιχαίνονται το κοκορέτσι πχ είναι ρατσιστές; Αλλά βρε παιδί μου οι γυναίκες, δεν παθαίνουμε τέτοιες νίλες στην κλιμακτήριο. Τα περνάμε άπαξ στην εφηβεία και τέλειωσε. Και για πες τώρα, που ξέρεις εσύ τις γεύσεις στα φαγητά του μενού;

Θοδωρής: -Γιατί δεν είμαι κολλημένος με την ελληνική κουζίνα. Τα δοκιμάζω όλα. Κι άσε τις εξυπνάδες έχει και ψύχρα.

Ασπασία: -Και πότε δοκίμασες εσύ την ινδική κουζίνα; Έχεις ξανάρθει εδώ;
Μήπως ήταν και δική σου η ιδέα να έρθουμε;

Θοδωρής: -Ναι, δική μου ιδέα ήταν. Είχα έρθει πριν έξι μήνες με έναν υποψήφιο πελάτη σε επαγγελματικό meeting. Αυτός με έφερε εδώ.

Ασπασία: -Κι εγώ γιατί δεν ξέρω τίποτα;

Θοδωρής: -Κι από πότε ενδιαφέρεσαι να ξέρεις τι κάνω στη διάρκεια της εργασίας μου;

Ασπασία: -Πάντα ενδιαφέρομαι. Εσύ τα κρατάς όλα μυστικά.

Τους πλησιάζει ο σερβιτόρος. Κάνει μια ελαφριά υπόκλιση και απευθύνεται στον Θοδωρή.

Σερβιτόρος: -Πως είστε κύριε; Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω.

Ασπασία: -Έπιασες βλέπω και κοινωνικές σχέσεις.

Θοδωρής: -Κι εγώ χαίρομαι φίλε μου, θα μας φέρεις το μενού και δυο ποτήρια κρασί προς το παρόν. Περιμένουμε παρέα.

Σερβιτόρος: -Κρασί που να αρέσει σε σας ή στην κυρία καλύτερα;

Θοδωρής: -Αν είναι καλό θ’ αρέσει και στους δυο μας. Άρα φέρε μας ένα τέτοιο, ξέρεις εσύ.

Σερβιτόρος: -Στην κυρία αρέσουν οι δυνατές γεύσεις..

Ασπασία: -Ερώτηση είναι τώρα αυτό; Και γιατί ρωτάει τόσα;

Θοδωρής: -Η δουλειά του είναι. Αν κάποιος δεν έχει ξανάρθει εδώ, τους προτείνει πράγματα από το μενού, που πλησιάζουν στα γευστικά του γούστα.

Ασπασία: -Φέρε μας το κρασί προς το παρόν και θα σκεφτούμε όταν έρθει η παρέα μας για το φαγητό.

Σερβιτόρος: -Μάλιστα, όπως επιθυμείτε. (Απομακρύνεται)

Ασπασία: -Επιτέλους ξεκουμπίστηκε. Έτσι θα τον έχουμε πάνω από το κεφάλι μας, όλη την ώρα; Να διακόπτει;

Θοδωρής: -Όχι, αφού βγάλει άκρη με την παραγγελία θα μας αφήσει ήσυχους. Και θα ξανάρθει στο τέλος για να μας ρωτήσει αν είμαστε ευχαριστημένοι, όπως κάνουν παντού.

Ασπασία: -Σιγά μην το κάνουν παντού.

Θοδωρής: -Ναι ξέχασα. Εκεί που πας εσύ, δεν το κάνουν. Βέβαια ότι πληρώνεις παίρνεις.

Ασπασία: -Ε μη μας βγάζεις και άχρηστα όλα τα ελληνικά μαγαζιά τώρα επειδή ανακάλυψες το ινδικό εστιατόριο! Και για να ξαναγυρίσω στην κουβέντα μας, σου έλεγα πως εγώ πάντα ενδιαφέρομαι για το τι γίνεται στην εργασία σου. Σε ρωτάω πολλές φορές, αλλά εσύ προστατεύεις καλά τα μυστικά της εταιρείας.

Θοδωρής: -Είναι καλύτερα έτσι. Αφού ανήκεις κι εσύ στο προσωπικό, όσο λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο για σένα.

Ασπασία: -Τι εννοείς; Βρωμοδουλειές γίνονται και δεν πρέπει να τις μάθω;

Θοδωρής: -Έχεις μεγάλη φαντασία αλλά μόνο σε ότι αφορά την καχυποψία σου. Άκου βρωμοδουλειές! Κορίτσι μου εσύ αν μάθεις κάτι που πρέπει να γνωρίζουν μόνο στα κεντρικά, θα τρέξεις να το κοινοποιήσεις στο προσωπικό όλων των καταστημάτων μόνο και μόνο για να το παίξεις μαμά φαμίλια. Αλλά δεν είναι για να τα μαθαίνει όλα το προσωπικό.

Ασπασία: -Όπως οι απολύσεις πχ;

Θοδωρής: -Όπως και οι απολύσεις. Δεν πέφτει μόνο αυτό το θέμα στο τραπέζι των συζητήσεων.

Ασπασία: -Για ηλίθιους μας περνάτε τους υπαλλήλους; Λες να μην έχουμε καταλάβει τι συμβαίνει; Τι άλλο θέμα πέφτει; Το ξέπλυμα των χρημάτων;

Θοδωρής: -Όχι αυτό πέφτει μεταξύ σας. Δεν γίνεται κανένα ξέπλυμα, πως σας έκατσε αυτή η ιδέα.

Ασπασία: -Καλά τώρα…όπου υπάρχει καπνός….Τόσα εκατομμύρια γιατί πετιούνται έτσι ασύστολα στο παθητικό εμπόρευμα;

Θοδωρής: -Άστο αυτό τώρα. Έχουμε μόλις δέκα λεπτά να πούμε τα δικά μας πριν έρθουν οι άλλοι.

Ασπασία: -Και γιατί να στριμώξουμε τα δικά μας μέσα σε δέκα λεπτά; Σπίτι δεν έχουμε να τα πούμε εκεί;

Θοδωρής: -Πρέπει να σου εξηγήσω τι ξέρει ο Διαμαντόπουλος για μας.

Ασπασία: -Τι να ξέρει ρε Θοδωρή ο Διαμαντόπουλος για μας; Ότι είμαστε ένα παντρεμένο ζευγάρι όπως όλα τα ζευγάρια του Θεού. Αυτό δεν ξέρει;

Θοδωρής. -Δεν ξέρει μόνο αυτό. Με ρώτησε γιατί δεν σε έχουμε προωθήσει ακόμα σε καμιά καλύτερη θέση. Κι αναγκάστηκα να του πω ένα ψέμα.

Ασπασία: -Τι ψέμα του είπες;

Έρχεται ο σερβιτόρος κρατώντας το δίσκο με το κρασί. Ακουμπά στο τραπέζι το μπουκάλι με τα δυο ποτήρια και όσο το κάνει αυτό η Ασπασία κοιτάζει γύρω της. Ο σερβιτόρος τους χαμογελάει και φεύγει.

Ασπασία: -Όλο πονηρά χαμόγελα είναι αυτός. Κι αυτοί στο διπλανό τραπέζι τους πρόσεξες; Μας κοιτάζουν συνέχεια.

Θοδωρής: -Αμαν ρε Ασπασία. Δουλειά του είναι να χαμογελάει και μην ασχολείσαι πια με το τι κάνουν οι άλλοι!

Ασπασία: -Όχι ειλικρινά, κοίτα με τρόπο να δεις ότι έχουν στημένο το αυτί τους και παρακολουθούν όλα όσα λέμε.

Θοδωρής: -Ναι μας κάνουν εμπορική κατασκοπία. Έχεις μεγάλη φαντασία τελικά, αλλά είπαμε. Μόνο σε ότι αφορά την καχυποψία σου.

Ασπασία: -Ενώ εσύ, θα την προτιμούσες στο σεξ ας πούμε.

Θοδωρής: -Δεν θα μου κακόπεφτε. Και που ξέρεις, μπορεί να ήσουν και πιο ήρεμη τότε.

Ασπασία: -Ναι βγάλε με και υστερική τώρα. Για πες μου τι ψέμα είπες στον Διαμαντόπουλο για μένα; Δεν το ξέχασα…

Θοδωρής: -Ότι φοβάσαι τις ευθύνες και είσαι ευχαριστημένη από τη θέση σου μέσα στο κατάστημα. Ότι δεν ξέρεις καν υπολογιστή.

Ασπασία: -Γιατί το είπες αυτό το ψέμα; Ούτε φοβάμαι, ούτε είμαι άσχετη από υπολογιστή. Μα μια ζωή θα με ρίχνεις εσύ;

Θοδωρής: -Δεν μου λες Ασπασία, αν σε κάναμε υπεύθυνη στο τμήμα σου, θα κράταγες κάτι για τον εαυτό σου χωρίς να το ξεράσεις σε όλους τους υπόλοιπους; Είσαι ανίκανη ν’ ακολουθήσεις την πολιτική της εταιρείας, το ξέρεις καλά αυτό.

Ασπασία: -Αν η πολιτική της εταιρείας είναι να υποσκάπτει το συμφέρον των υπαλλήλων και να τους θεωρεί αναλώσιμα πιόνια χωρίς ψυχή και ανάγκες, δεν μ’ ενδιαφέρει να την ακολουθήσω.

Θοδωρής: -Και μετά διαμαρτύρεσαι γιατί σε βγάζω χαζή. Πρόσεξε λοιπόν τώρα που θα έρθει ο Διαμαντόπουλος μην πετάξεις καμιά τέτοια μπαρούφα και με κάνεις ρεζίλι.

Ασπασία: -Ρεζίλι θα γίνετε μια και καλή όλοι σας και πολύ σύντομα. Σ’ ευχαριστώ για την εκτίμηση.

Θοδωρής: -Άλλο το πώς σε βλέπω σαν γυναίκα άλλο το πώς χειρίζεσαι τις καταστάσεις στη δουλειά. Θα σε φάνε τα συνδικαλιστικά σου αν δεν μάθεις να σωπαίνεις.

Ασπασία: -Θέλεις να πεις ότι με βλέπεις ακόμα σαν γυναίκα; Έστω και χωρίς φαντασία στο σεξ, ή σχήμα λόγου ήταν;

Θοδωρής: -Έλα δεν είναι ώρα για τέτοια ψαρέματα. Φυσικά και σε βλέπω σαν γυναίκα. Δυο παιδιά μου έκανες και να θέλω δεν μπορώ να το αψηφήσω.

Ασπασία: -Αυτό έγινε πριν από πολύ καιρό. Άλλο να είμαι η μάνα των παιδιών σου, άλλο η γυναίκα που αγαπάς και θέλεις. Συμπίπτουν αυτά;

Θοδωρής: -Σου είπα μην ψαρεύεις, δεν είναι ώρα για τέτοια.

Ασπασία: -Δώσε μου εσύ μια ώρα κατάλληλη τότε.

Θοδωρής: -Ασπασία που το πας;

Ασπασία: -Εγώ πουθενά δεν το πάω. Μόνο του πάει.

Θοδωρής: -Πάψε τώρα, ήρθανε.

Στην είσοδο του μαγαζιού εμφανίζεται ένα αριστοκρατικό ζευγάρι. Εκείνος φοράει Κασμίρ παλτό με κασκόλ και κασκέτο, εκείνη Καμιλό μπορντό ζακέτα, φόρεμα με νερά στις αποχρώσεις του ροζ, ψηλά τακούνια, κοσμήματα, έχει τα νύχια της βαμμένα με διαφορετικό χρώμα στις άκρες.

Πλησιάζουν στο καθισμένο ζευγάρι. Ο Θοδωρής σηκώνεται για να τους υποδεχτεί.

Θοδωρής:-Καλωσήλθατε κύριε Πρόεδρε, κυρία Διαμαντοπούλου, (της σφίγγει το χέρι με ελαφριά υπόκλιση) από δω η γυναίκα μου η Ασπασία.

Πρόεδρος: -Δεν μας είπες ότι έχεις τόσο όμορφη γυναίκα Θόδωρα. Κι έχουμε αυτό το πλάσμα στα μαγαζιά μας;

Κυρία Διαμαντοπούλου: -Χαίρω πολύ. Μη δίνετε σημασία στα λεγόμενα του άντρα μου, είναι χωρατατζής.

Ασπασία (Στο Θοδωρή ψιθυριστά) -Αυτό τώρα πώς να το πάρω;

Θόδωρας: -Καθίστε καθίστε. Δεν έχουμε παραγγείλει τίποτα, σας περιμέναμε κοιτάζοντας το μενού..

Κυρια Διαμαντοπούλου (διαβάζοντας το μενου):
-Δεν μου αρέσουν μερικά από αυτά, αν κι έχουν ωραία παρουσία. Μου αρέσουν πολύ τα safran scallops. Θα πάρω ένα τέτοιο για ορεκτικό. Και για κυρίως πιάτο θα πάρω ένα east meets west. Εσύ Ασπασία τι προτιμάς;

Ασπασία: -Να σας πω την αλήθεια, δεν τα ξέρω. Δεν ξέρω τι να διαλέξω και θα το κάνει ο Θοδωρής για μένα.

Κ. Δ: -Λογικό είναι. Με τόσες υποχρεώσεις που έχεις μέσα κι έξω από το σπίτι, που να βρεις καιρό και για ινδικά εστιατόρια.

Ασπασία: -Και χρήμα…

Κ.Δ: -χρήμα;;

Ασπασία: -Λέω, που να βρει κανείς καιρό και χρήμα!

Κ.Δ: -Α ναι, βέβαια και χρήμα…

Θοδωρής: -Δεν θα ήταν πρόβλημα βέβαια αυτό αν η Ασπασία είχε τη διάθεση να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Αλλά δεν την έχει.

Πρόεδρος: -Εγώ θα πάρω ένα ….(κοιτάζει γύρω του και μετά απευθύνεται στον Θοδωρή). «Ωραίο μέρος έχει και ωραίες γυναίκες». Θα πάρω λοιπόν απ’ αυτό το prawn biriyani ινδικό ριζότο με γαρίδες, καλό φαίνεται. Εγώ και η Ασπασία έχουμε κάτι κοινό. Έλλειψη χρόνου. Ενώ η Αριστέα ψάχνει και βρίσκει όλα τα παράξενα μαγαζιά, τα έχει γυρίσει όλα, όπως κι εσύ.

Θοδωρής: -Όχι κι όλα. Έτυχε κι εγώ να το ανακαλύψω αυτό εδώ από έναν πελάτη μας. Αλλά κυρίως πιάτο δεν θα πάρετε εσείς;

Πρόεδρος: -Α ναι. Το ίδιο με της Αριστέας, εast meets west. Πελάτης μας; Ποιος ήταν αυτός;

Θοδωρής: -Κάποιος που ενδιαφέρθηκε για να ανοίξει ένα δικό μας υποκατάστημα στην Πάτρα. Ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις όμως.

Ασπασία (Κοιτάζοντας τον κατάλογο):- Καλά πλάκα μου κάνετε; Εδώ γράφει παϊδάκια. Δεν μ’ ενδιαφέρει η ονομαστική τους μετάλλαξη, εγώ θέλω παϊδάκια.

Πρόεδρος: -Πέστα βρε Ασπασία! Ήρθαν τώρα οι ινδοί να μας μάθουν στη γλώσσα τους τα κοψίδια μας. Άλλαξα γνώμη θα πάρω ότι και η Ασπασία.
(Στο Θοδωρή) Α λες εκείνον τον γελοίο ανθρωπάκο που ήθελε να του κάνουμε έκπτωση στο ποσοστό της μηνιαίας συνεισφοράς του.

Θοδωρής: -Ναι ήθελε να το ρίξει στο τρία τοις εκατό. Για κοίτα εδώ, είδε παϊδάκια και γυάλισε το μάτι της…

Κ.Δ (Με νάζι): -Μα τώρα θ’ αρχίσετε να μιλάτε για την εταιρεία; Με κάνετε και πλήττω. Πείτε κάτι άλλο!

Ασπασία: -Μα λένε και για το μάτι μου που γυαλίζει. Με τι ασχολείστε σεις κυρία Διαμαντοπούλου;

Ο Θοδωρής της ρίχνει ένα άγριο βλέμμα.

Θοδωρής: -Νομίζω πως καταλήξαμε, ας φωνάξουμε το σερβιτόρο

(Ο Θοδωρής Κάνει νόημα στο σερβιτόρο, πλησιάζει ο ίδιος που ήρθε την πρώτη φορά. Κοιτάζει τους νεοφερμένους, ύστερα χαμογελάει στην Κ.Δ)

Σερβιτόρος (στην Κ.Δ): -Πως είστε;

Κ.Δ: -Ελαφρώς πεινασμένη αγαπητέ μου, ευχαριστώ.

Ασπασία: -Μα όλους τους θυμάται αυτός;

Θοδωρής: -Δουλειά του…

Ασπασία: -Δουλειά του είναι, ναι ξέρω. Λοιπόν κυρία Διαμαντοπούλου δεν προλάβατε να μου πείτε με τι ασχολείστε.

Θοδωρής: -Μα τώρα ανάκριση θα κάνεις στη γυναίκα;

Κ.Δ: -Μα δεν με πειράζει Θοδωρή μου, μια παρέα είμαστε εδώ, δεν θα πούμε και κάτι; Λοιπόν Ασπασία, εγώ χρηματοδοτώ ένα κυνοτροφείο έξω από την πόλη που μαζεύει και θεραπεύει τα αδέσποτα σκυλιά. Δεν ανέχομαι να βλέπω ζώο να βασανίζεται στο δρόμο εγκαταλειμμένο. Απορώ πως το κάνουν οι άνθρωποι αυτό στα ζώα.

Ασπασία: -Εδώ το κάνουν στους ανθρώπους κυρία Διαμαντοπούλου μου.

Κ.Δ:-Οι άνθρωποι όμως μπορούν να προστατευτούν, ν’ αναζητήσουν κάπως τις λύσεις τους. Ενώ τα ζώα είναι εντελώς απροστάτευτα.

Ασπασία: -Δεν συμφωνώ…

Θοδωρής: -Τι θα λέγατε για ένα πιάτο …

Ασπασία: -Τελειώσαμε με τα πιάτα Θόδωρα. Είμαστε στο παρακάτω τώρα.

Κ.Δ: -Τι χιούμορ που έχεις. Σε τι δεν συμφωνείς λοιπόν χρυσό μου;

Ασπασία: -Δυστυχώς κυρία Διαμαντοπούλου δεν είμαι γνωστή για τα καράτια μου. Δεν συμφωνώ μ’ αυτό που είπατε, επειδή πιστεύω πως αν ένας άνθρωπος δεν προστατεύεται από τους νόμους καταντάει κι αυτός έρμαιο της τύχης του και ανήμπορος σαν τα σκυλιά του δρόμου.

Θοδωρής: -Από την πόλη έρχομαι…η γυναίκα σου μιλάει για τη φύση του ανθρώπου και των ζώων, όχι για το πως και ποιους προστατεύουν οι νόμοι...

Κ.Δ: -Δεν είναι αβάσιμο αυτό που λέει η Ασπασία. Και ο άνθρωπος πηγαίνει κατά αγέλες. Αν ξεκοπεί δεν θα επιβιώσει. Τα ζώα όμως δεν έχουν την ικανότητα να επιβιώσουν απροστάτευτα ανάμεσα μας.

Ασπασία: -Το ίδιο και ο άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους. Απλώς όποιος είναι σε καλύτερη θέση αντιμετωπίζει τον ανήμπορο με υπεροψία και αναλγησία.

Θοδωρής: -Θέλει να πει ότι κι αυτή αγαπάει τα ζώα και νιώθει πολύ λύπη γι’ αυτά όταν τα βλέπει στο δρόμο. Αλλά τσιμπάει ακόμα και με τους απατεώνες. Ξέρετε η Ασπασία μας είναι πολύ ευαίσθητο κορίτσι. Τους λυπάται όλους. Φανταστείτε την άλλη φορά, μας σταμάτησε μια ζητιάνα που είχε κρύψει το χέρι της μέσα σε έναν επίδεσμο, κι αυτό τώρα τι έδειχνε; τίποτα. Η Ασπασία τη λυπήθηκε και της έδωσε χρήματα. Μα ήταν ολοφάνερη η απάτη.

Ασπασία. -Υπάρχουν κι αυτοί που γίνονται κατά καιρούς θέμα στα ρεπορταζ των ειδήσεων, κάποιοι που δεν έχουν που την κεφαλή κλίναι. Δεν θα ξεγελούσαν και τους δημοσιογράφους που πάνε και βλέπουν από κοντά το πως ζουν. Και πόσοι άλλοι είναι που δεν βλέπουμε…

Θοδωρής: -Ξέρεις τι είναι ικανοί να σκαρφιστούν οι δημοσιογράφοι προκειμένου να σκάσουν με ένα καλό ρεπορτάζ; Πάνε και πιάνουν τώρα τις κραυγαλέες εξαιρέσεις για να δείξουν την οικονομική κατρακύλα του τόπου μας και καλά. Δεν γράφουν όμως και την πρόοδο που σαν λαός έχουμε σημειώσει σε πάρα πολλά θέματα. Ποτέ δεν αναφέρουν τα θετικά.

Ασπασία: -Πρόοδος; Ας μη σχολιάσω. Σου έχει περάσει από το μυαλό πόσο εύκολο είναι να βρεθείς σε αυτή τη θέση που εγώ όπως λες φαντάζομαι; Πόσο εύκολο είναι για τον καθένα μας εδώ;

Πρόεδρος: -Ομολογώ ότι αυτή είναι μια προοπτική που δεν την έχω σκεφτεί εδώ και καιρό. Για κάποιους βέβαια θα είναι πιο δύσκολο.

Θοδωρής: -Ξεφύγαμε τελείως. Το θέμα μας ήταν τα αδέσποτα.

Ασπασία: -Λόγια η ζώα;

Θοδωρής: -Ζώα μωρό μου. Ζώα. Άσε τα λόγια.

Κ.Δ: -Έχεις ενδιαφέρουσες απόψεις Ασπασία, και είσαι πολύ ευαίσθητη, έχει δίκιο ο Θοδωρής. Εκτιμώ τους ευαίσθητους ανθρώπους.

Θοδωρής: -Και με αυτή την ωραία δήλωση ας απολαύσουμε το φαγητό μας. Πως σου φαίνεται αγάπη μου το δικό σου;

Ασπασία: -Καλούτσικο, αν και αλλιώς το περίμενα. Τι θα δούμε στη συνέχεια;

Κ.Δ:- Τι εννοείς να δούμε; Απ’ όσο ξέρω δεν έχουν κάποιο πρόγραμμα εδώ.

Ασπασία: -Αχ, δεν θα δούμε ινδικούς χορούς; Μόνο για το φαγητό ήρθαμε εδώ;

Κ.Δ: -Δεν έχεις ενημερώσει την Ασπασία Θοδωρή για το μέρος εδώ; Πως είναι μόνο ένα καλό εστιατόριο;

Θοδωρής: -Την ενημέρωσα, άλλωστε το βλέπει και η ίδια. Δεν ξέρω τι της κόλλησε με το χορό. Τι σου κόλλησε Ασπασία;

Ασπασία: -Μα μόλις είδα την εισαγωγή ενός τέτοιου χορού, εκτελεσμένο από Ευρωπαίο χορευτή. Πολύ ενδιαφέρον, με εξιτάρει να δω και τη συνέχεια.

Κοιτάζονται οι άλλοι τρεις μεταξύ τους με απορία.

Πρόεδρος: -Που το είδες αυτό Ασπασία; Μπας έχω την πλάτη μου γυρισμένη σε τίποτα καλό; (κοιτάζει πίσω του)

Ασπασία: -Όχι κύριε πρόεδρε, ακριβώς απεναντί σας τον έχετε το χορευτή.

Πρόεδρος: -Ποιον, το Θοδωρή; Χορεύεις κάτω από το τραπέζι Θόδωρα; Δεν μας τά΄ πες αυτά.

Θοδωρής ταραγμένος: -Η Ασπασία κάνει χιούμορ κύριε πρόεδρε. Δυσδιάκριτο μεν, χιούμορ δε.

ΚΔ:- Εγώ θα ήθελα να πάω ένα ταξιδάκι και θα πάω, να δω πραγματικό ινδικό χορό στη Βομβάη.

Ασπασία: -Και γιατί στη Βομβάη; Μόνον εκεί χορεύουν;

Κ.Δ: -Όχι, αλλά είναι και ο Σάι μπάμπα εκεί που θέλω να τον γνωρίσω. Τι καταπληκτικός που είναι! Αυτός παιδί μου δεν είναι άνθρωπος. Άγγελος εξ ουρανού είναι.

Η Ασπασία μένει άναυδη με το πηρούνι μετέωρο.

Θοδωρής: -Εντάξει όχι και άγγελος. Άλλωστε πρέπει να βρεθεί κανείς εκεί να τον δει πραγματικά για να διαπιστώσει περί τίνος πρόκειται. Μπορεί κάλλιστα να είναι κι αυτός ένας απατεώνας.

Ασπασία: -Έτσι ε; Μήπως είναι στα άμεσα σχεδιά σου να πας να το διαπιστώσεις; Ευκαιρία, έλα τώρα που γυρίζει!

Κ.Δ: -Τι λέει η Ασπασία;

Θοδωρής: -Μάλλον την πείραξε το κρασί και θα πρέπει να έχει συμβεί από ώρα.

Πρόεδρος: -Τελικά χτυπάει αυτό το κρασί. Και μένα με πείραξε. Θα τον φωνάξω να μας φέρει κάτι άλλο.

Ο πρόεδρος κάνει νόημα στο σερβιτόρο. Αυτός έρχεται πάλι χαμογελαστός κι ο πρόεδρος του ζητάει ένα καλύτερης ποιότητας κρασί που να μη ζαλίζει.

Σερβιτόρος: -Ευχαρίστως μα αυτό είναι το κρασί που άρεσε στην παρέα σας.

Πρόεδρος: -Από πότε; Εμείς το βρήκαμε πάνω στο τραπέζι. Ρε Θόδωρα εσύ το παράγγειλες αυτό;

Σερβιτόρος: -Όχι όχι, ξέραμε τι αρέσει και φέραμε.

Πρόεδρος: -Α είστε κανονικοί γκουρού εδώ δηλαδή. Μόλις μπει κάποιος μέσα του κάνετε και μια ψυχοπνευματική ακτινογραφία και μαθαίνετε τι πίνει τι τρώει κλπ;

Σερβιτόρος με ύφος ενοχλημένο: -Όχι κύριε, τουλάχιστον τρία από τα μέλη της παρέας σας έχουν επιλέξει αυτό το κρασί άλλη φορά και από κει το ξέρουμε. Θυμόμαστε τους πελάτες μας.

Ασπασία: -Το κεφάλι μου γυρίζει τώρα. Ο ουρανός γυρίζει μαζί με όλο το πλανητικό σύστημα τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους. Αν εγώ και ο πρόεδρος δεν έχουμε ξαναπατήσει εδώ, ποιοι είναι οι τρεις;

Κ.Δ: -Σε πείραξε καλή μου, μην πιείς άλλο. Κι όσο για σένα σερβιτόρε, μάλλον δεν έχετε και τόσο καλή μνήμη εδώ μέσα. Σιγά μη μας έχεις κρατήσει και το βιογραφικό.

Σερβιτόρος: -Εμείς θυμόμαστε καλά τους πελάτες μας. Είναι η δουλειά μας να ξέρουμε πώς θα τους ευχαριστήσουμε όταν ξανάρθουν. Μήπως εσείς δεν θυμάστε πότε ξανάρθατε;

Ασπασία: -Βαστάτε Τούρκοι τ΄ άλογα. Πρόεδρε ξύπνα!

Πρόεδρος: -Τι έγινε Ασπασία μου; Δεν αισθάνεσαι καλά; Τι σε πείραξε;

Ασπασία: Η πουστιά Τους και η αφασία Σου με πείραξαν. Στον δικό σου κύκλο μπορεί να είναι trendy το κεράτωμα, αλλά στον δικό μου σημαίνει ανθρώπινα αμελέτητα στο πιάτο.

Θοδωρής: -Ασπασία συμμορφώσου!

Προέδρος: -Άστην να μιλήσει Θοδωρή, εδώ κάτι γίνεται. Μίλα Ασπασία για ποια χμμ, πουστιά μιλάς;

Ασπασία: -Αν είσαι τόσο ύπνος τότε σε αδικήσαμε και στα άλλα που σε κατηγορούν. Δεν μιλώ για τις πουστιές που κάνεις εσύ όχι. Που πετάς τα εκατομμύρια μέσα στα μαγαζιά σε άχρηστο εμπόρευμα. Που αφήνεις τα ληγμένα δυο μήνες να σκουληκιάζουν προκαλώντας τις αρχές να σε κλείσουν. Που δεν πουλάς! Γιατί τι να πουλήσεις; Αφού έχεις μαϊμού εταιρεία, την έστησες εν ριπή οφθαλμού με τα δέκα μαγαζιά για να καλύψεις το βρώμικο χρήμα σου. Δεν μιλώ γι’ αυτή την πουστιά και για την άλλη που θα βρεθούν εκατό υπάλληλοι στο δρόμο χωρίς να ξέρουν από πού και γιατί τους ήρθε. Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα γι’ αυτά. Μιλώ για την πουστιά αυτού εδώ που έχεις για τσιράκι σου και που σου χορεύει το χορό της χανούμισσας. Γι’ αυτούς εδώ τους δυο μιλάω. Κύριε Διαμαντόπουλε, μπορεί να είσαι ένας έξυπνος άνθρωπος και να ξέρεις από οικονομικούς ελιγμούς. Αλλά είτε κοιμάσαι όρθιος σε ότι αφορά τα οικογενειακά σου, είτε δεν σου καίγεται καρφί για να’χεις την ησυχία σου.

Πρόεδρος: -Θέλεις να πεις πως η γυναίκα μου κι ο άντρας σου….έχεις αποδείξεις γι’ αυτά που υποννοείς; Πρόσεχε Ασπασία, είναι βαριές κατηγορίες αυτές κι αφήνω στην άκρη αυτά που ξεστόμισες για μένα. Λέγε λοιπόν τι αποδείξεις έχεις πέρα απ’ το λάθος του σερβιτόρου να νομίζει πως τους είδε εδώ μαζί; Που στο κάτω κάτω δεν είπε κι ότι τους είδε μαζί. Για τρεις μίλησε. Έλα δω βρε ανθρωπέ μου, μας άναψες φωτιές, (στο σερβιτόρο). Μαζί είχαν έρθει αυτοί οι δυο εδώ;

Σερβιτόρος: -Όχι βέβαια, αχ παρεξήγηση. Εγώ φταίω. Τους δυο βλέπω εδώ, ο τρίτος λείπει.

Πρόεδρος (στην Ασπασία): -Βλέπεις; Ο τρίτος λείπει. Αν ήταν εδώ και ο τρίτος θα μας έλυνε την απορία. Γιατί άλλο τρεις, άλλο δύο. Α μα ναι! Δεν μας είπε πριν ο Θοδωρής ότι ήρθε εδώ με πελάτη μας; Τίποτα το επιλήψιμο. Και η γυναίκα μου έχει ξανάρθει με φίλη της, άρα όλα έχουν εξήγηση. Ασπασία νομίζω πως πρέπει να είσαι πιο προσεκτική και να μη μιλάς χωρίς αποδείξεις. Άσε που μιλάς για πράγματα που δεν γνωρίζεις σε ότι αφορά την εταιρεία και τους χειρισμούς μου σ’ αυτήν.

Ασπασία: -Ψάξε να τις βρεις εσύ τις αποδείξεις αν σ’ ενδιαφέρουνε. Εγώ δεν χρειάζεται να ψάξω. Έχω μπροστά μου τη ζωντανή απόδειξη της γαλιφιάς, του αδίστακτου και φιλόδοξου ανθρώπου που τους έκανε όλους αναλώσιμους ακόμα και την οικογενειά του, ακόμα κι εσένα, για να πετύχει τα σχεδιά του πλαγιάζοντας με την φιλόζωη από δω. Ψάξε εσύ τα παραπέρα. Ένα σου λέω, αν ήταν έτσι όπως τα λες, θα έπρεπε ο σερβιτόρος να θυμάται τέσσερις κι όχι τρεις.

Πρόεδρος: -Να τον ξαναφωνάξουμε να μας λύσει κι αυτή την απορία τότε.

Θοδωρής: -Δεν πιστεύω τι ακούω τόση ώρα. Θα κάνουμε το σερβιτόρο διαιτητή στις υποψίες μας τώρα; Τι κατάντια! Κι εσύ ρε Ασπασία δεν άντεξες, σ’ έσπρωξε η παρανοιά σου πάλι να κάνεις το σκηνικό σου όπως το φοβόμουν.

Ασπασία: -Μιλάει ο άμεμπτος! Ο καθαρός ουρανός. Μέχρι και τον Σάι Μπάμπα ανακαλύψατε ρε μαζί!

Θοδωρής: -Τρίχες , δεν είμαστε οι μόνοι. Επειδή εσύ δεν έχεις πάρει είδηση το πόσο κόσμο έχει επηρεάσει; Πρόεδρε εσένα σε ακούει, πέσ’ της τίποτα να ηρεμήσει σε παρακαλώ μη πάμε και στο σπίτι σκοτωμένοι.

Πρόεδρος. -Ενικός; Από πότε Θοδωρή;

Ασπασία: -Γιατί όχι πρόεδρε; Σίγουρα έχει μάθει τόσα για σένα που σε θεωρεί κολλητό, του σπιτιού σου άνθρωπος που λένε;

Πρόεδρος: -Αριστέα εσύ δεν έχεις τίποτα να πεις;

Κ.Δ: -Τι να απαντήσω στις φαντασιώσεις μιας τρελής; Δεν κάθομαι λεπτό παραπάνω εδώ, πάμε να φύγουμε.

Ασπασία: -Ώρα καλή στην Πρύμνη σας.

Πρόεδρος: -Δεν θα πάμε πουθενά. Θοδωρή εξηγήσου. Τι δικαιώματα έχεις δώσει σε αυτήν εδώ τη γυναίκα για να μιλάει έτσι; Τι έχεις σκαρώσει πίσω από την πλάτη μου;

Ασπασία: -Δεν έχει να πει τίποτα. Δεν τον βλέπεις; Ένοχος μέχρι τ΄αυτιά. Έτσι φέρεται όταν έχει τη φωλιά του λερωμένη.

Πρόεδρος: -Κι εσύ γιατί κάθεσαι μαζί του τόσα χρόνια αν είναι έτσι;

Ασπασία: -Υπάρχουν παιδιά αφενός και πάντα είχε τον τρόπο να τα κουκουλώνει περνώντας στην επίθεση όπως σήμερα αφετέρου. Το ερώτημα είναι γιατί να μπλέξω εξαρχής μαζί του, αφού τον έβλεπα, ένας λελές, ένας βουτυρόκωλος υπερόπτης που πάντα φιλοδοξούσε να πιάσει τις ψηλότερες θέσεις με κάθε μέσον. Είχε αέρα όμως και στιλ. Πίστευα ότι αυτό ήταν η επιφανειακή του εικόνα, λόγω της ηλίθιας ανατροφής από το σπίτι του. Πίστευα πως μαζί μου θα έβλεπε την πραγματική όψη του κόσμου και θα προσγειωνόταν και ήταν και κείνη η ρημαδιασμένη η παροιμία για ετερώνυμα που έλκονταια; Αυτή. Την πάτησα. Έπεσα σε ξέρα. Και τώρα νάτα τα αποτελέσματα. Τι θα πω σ’ αυτά τα παιδιά για τον πατέρα τους θεε μου...

Πρόεδρος: -Είσαι τόσο σίγουρη για αυτόν που εγώ δεν μπορώ αφού τον ξέρεις τόσο καλά, παρά να σε λάβω στα σοβαρά υπόψη μου. Αριστέα, έχουμε μια συζήτηση οι δυο μας. Και μαζί σου Θόδωρε. Πρέπει να ξεκαθαριστούν όλα απόψε. Αν έχετε κάτι να πείτε, πείτε το τώρα. Θα γλιτώσετε από χειρότερους αυριανούς μπελάδες.

Κ.Δ: -Δεν πάμε επιτέλους να φύγουμε; αρρώστησα με όλα αυτά. Η γυναίκα βρίσκεται σε παραλήρημα. Δεν τη βλέπεις; Δεν λέει τίποτα λογικό. Όλα από το μυαλό της τα κατέβασε. Κι εσύ κάθεσαι και την ακούς;

Πρόεδρος: -Αρνείσαι δηλαδή ότι έχεις συνάψει ερωτική σχέση με τον Θοδωρή Αριστέα; Παραδέξου το εδώ μπροστά μου και μπροστά στην Ασπασία γιατί εγώ τουλάχιστον θα σου αναγνωρίσω πως σε παραμέλησα τον τελευταίο καιρό και θα κοιτάξω να επανορθώσω. Φτάνει να μην έχει προχωρήσει πολύ το πράγμα.

Κ.Δ: -Φυσικά το αρνούμαι. Και να ήθελα να σε κερατώσω, δεν θα πήγαινα με έναν τέτοιο αναξιόπιστο και ξιπασμένο άντρα όπως τον περιγράφει η Ασπασία. Είναι οφθαλμοφανές ότι σ’ αυτό τουλάχιστον έχει δίκιο.

Θοδωρής (εκτός εαυτού): -Έτσι ε; Δεν με βρήκες καθόλου ξιπασμένο όμως όταν μου την έπεσες στο γραφείο. Τσούλα! Και ήμουν έτοιμος ν’ αφήσω το σπίτι μου για σένα!

Κ.Δ: -Ηλίθιε! Τι είναι αυτά που λες;

Πρόεδρος: -Ηλίθιος ακριβώς, γιατί εκεί που δεν τον πρόδωσαν οι κινήσεις του τον πρόδωσε ο εγωισμός του. Ηλίθια κι εσύ γιατί πέταξες την ευκαιρία που σου έδωσα χωρίς να το σκεφτείς δεύτερη φορά. Δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα. Ντρέπομαι και που κάθομαι δίπλα σας.

Ασπασία: -Κι εγώ ντρέπομαι που κάθομαι με όλους σας. Τι σκοπεύεις να κάνεις με το προσωπικό κύριε Διαμαντόπουλε;

Πρόεδρος: -Αυτό δεν είναι της παρούσης. Πάμε να φύγουμε και θα μάθετε τις ανακοινώσεις στην ώρα τους. Όσο για σας τους δύο φτου σας!

Σηκώνονται και οι τέσσερεις επάνω. Ο Θοδωρής επιχειρεί να πλησιάσει την Ασπασία.

Ασπασία: -Κάτω τα ξερά σου από μένα. Απόψε να κοιμηθείς σε ξενοδοχείο και το πρωί να πας στο δικηγόρο σου. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Δεν μπορούσες τουλάχιστον καημένε να μη μας φέρεις εδώ; Σαν να επιδίωκες το ρεζιλίκι σου.

Θοδωρής: -Μπορεί και να το επιδίωκα….

Πρόεδρος: -Έχεις δικηγόρο Ασπασία;

Ασπασία: -Δεν είναι δύσκολο να βρω.

Πρόεδρος: -Εχω έναν πολύ καλό δικηγόρο στο οποίο θ’ απευθυνθώ κι εγώ. Σου τον συστήνω ανεπιφύλακτα κι αναλαμβάνω εξ ολοκλήρου τα έξοδα αυτής της υπόθεσης.

Ασπασία: -Όχι ευχαριστώ. Θα με αναλάβει ο δικηγόρος του σωματείου μας. Θα πάω στο δικαστήριο με πενήντα μάρτυρες κατηγορίας εναντίον του κυρίου από δω για τις ατασθαλίες του που δεν ήθελα να το πιστέψω όταν μου τις έλεγαν, αλλά κι εναντίον της εταιρείας. Πρώτα θα έρθει η αποζημίωσή μας και μετά το διαζύγιο.

Τους πλησιάζει ο σερβιτόρος και ο Θοδωρής αποτραβιέται για λίγο μαζί του βγάζοντας το πορτοφόλι του. Ο Πρόεδρος φοράει το παλτό του το ίδιο και η Αριστέα και κάνουν την κίνηση να βγουν.

Σερβιτόρος: -Πως σας φάνηκαν τα πιάτα μας; Όλα καλά; Θα φύγετε τώρα που σας φέρνουμε το επιδόρπιο;

Ασπασία: -Έδεσε τώρα το γλυκό. Τι είναι το επιδόρπιο; Παγωτό;

Σερβιτόρος: -Όχι, τάρτα. Αλλά έχουμε και χαλβάς αν προτιμάτε.

Ασπασία: -Ινδικός κι αυτός;

Σερβιτόρος: -Μάλιστα, με σταφίδες και φρούτα, δεν τον φτιάχνουν έτσι εδώ.

Ασπασία: -Όχι. Εδώ τον φτιάχνουν σκέτο. Χωρίς συνοδευτικά και χωρίς εμφάνιση. Σου κολλάει στον ουρανίσκο και χρειάζεσαι είκοσι χρόνια γαργάρες για να τον ξεπλύνεις.

Κ.Δ: -Τι’ θελα Άγιε Σάι Μπάμπα μου να έρθω σ’ αυτό το γελοίο δείπνο; Ούτε μια καθώς πρέπει σκηνή ζηλοτυπίας δεν μπορεί κανείς να έχει; Δεν καθόμουν με τα ζωάκια μου να έχω την ησυχία μου;

Ασπασία: -Στην κοσμάρα της η κυρία. Α ρε Βόδι! (στον άντρα της). Ούτε ένα κεράτωμα που ν’ αξίζει δεν ήσουν ικανός να μου κάνεις. Ακόμα και μ’ αυτήν με υποτίμησες. Φάτα τώρα να τα γευτείς.

Θοδωρής: -Ενώ εσύ Ασπασία;

Ασπασία: -Ώρες είναι να με κάνεις σαν τα μούτρα σου.

Θοδωρής: -Σου προτείνω να μιλάς καλύτερα και να σκεφτείς καλά αν σε συμφέρει το διαζύγιο. Ρώτησα το σερβιτόρο τώρα που πήγα να τον πληρώσω, πως έμοιαζε το τρίτο άτομο στο οποίο αναφέρθηκε. Καλά εγώ με την Αριστέα που θυμόταν. Μου έδειξε εσένα Ασπασία. Κλείσε το τάχα έκπληκτο στόμα σου. Φορούσες ξανθιά περούκα και γυαλιά μυωπίας. Ήσουν ντυμένη με μίνι και βαθύ ντεκολτέ. Καμιά σχέση με την συνηθισμένη σου εικόνα. Ήξερες απέξω κι ανακατωτά το μενού τόσο, που τον εντυπωσίασες. Δυο φορές μάλιστα! Την πρώτη που ήξερες καλά τι θέλεις, και τη δεύτερη, απόψε, που παρίστανες την άσχετη.

Ασπασία (ελαφρά ταραγμένη): -Σιγά τον Ηρακλή Πουαρό! Θα τον πληρώσεις για να καταθέσει αυτά στο δικαστήριο; Σιγά μην τρομάξω εγώ τώρα, εγώ, με τις διαστροφές σου. Αλλού αυτά Θοδωράκη!

Θοδωρής: -Υπάρχουν κάμερες μέσα στο μαγαζί μωρό μου. Κάμερες με μνήμη, τα έχουν καταγράψει όλα. Αν νομίζεις ότι δεν έχεις καμιά σχέση με αυτά που σου λέω προχώρα στο διαζύγιο. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι έτσι δεν είναι;

Ασπασία: -Ακριβώς έτσι. Σιγά να μην είμαι και η κατάσκοπος Νέλη. Μα δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα πιο έξυπνο από αυτό;; Και στο κάτω κάτω γιατί να θέλεις να παραμείνεις μαζί μου; Ευκαιρία να αποκτήσεις κι εσύ την ελευθερία σου. Τι με θέλεις εμένα; Δεν πληρώ τις προϋποθέσεις σου, ουδέποτε τις πληρούσα εξ ου και οι προσβολές και οι ταπεινώσεις σου. Τράβα λοιπόν εκεί που στις πληρούν. Άκου κάμερα! Πολλές ειδήσεις βλέπεις.

Θοδωρής: -Με εξιτάρει το υποκριτικό σου ταλέντο που μόλις ανακάλυψα. Ρεσιτάλ ηθοποιίας έδωσες απόψε. Πες ότι θέλω να μάθω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη αυτή την πλευρά σου. Κι έπειτα ένα διαζύγιο δεν μας συμφέρει από καμιά άποψη πρακτικά. Σκέψου και τα παιδιά. Σκέψου να μάθουν πως τόσο ο πατέρας τους όσο και η υπεράνω πάσης υποψίας μητερούλα τους, κορόιδευαν ο ένας τον άλλον. Θέλεις στ’ αλήθεια να τα τραβήξεις τόσο τα πράγματα; Ή δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν;

Ασπασία: -Το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να ζήσω με σένα. Κάνε ότι θέλεις με τις κάμερες, τους ινδούς και τους παπάδες σου. Εγώ θ’ αρνηθώ τα πάντα, τα ποτήρια τα πλένουν αυθημερόν εδώ δεν είναι έτσι; Το διαζύγιο θα βγει μόνο σε βάρος σου. Έχω μάρτυρα και τον πρόεδρο. Ο Ινδός δεν ήταν παρών στη συζήτηση όταν καρφώθηκες με την ανισόρροπη.

Θοδωρής: Χα, με τον πρόεδρο μόλις έκαψες το χαρτί σου, ξέχασες; Όχι μόνο τον απέρριψες αλλά και τον απείλησες.

Ασπασία: -Αυτό διορθώνεται, σε ψυχική ταραχή βρισκόμουν. Εδώ ήταν έτοιμος να συγχωρέσει τα κέρατα, την ψυχική ταραχή δεν θα λάβει υπόψη του;

Θοδωρής: -Και προτιμάς να πουληθείς σ’ έναν ξένο αντί να τα ξαναβρείς με τον άντρα σου; Προτιμάς να χαλάσεις το σπίτι σου και να γίνεις το υποχείριο αυτουνού; Γιατί αυτό θα γίνεις αν δεχτείς τη βοηθειά του.

Ασπασία: -Στην τελική Θοδωράκο μου, είναι καλύτερα σαν υποχείριο να πίνω νερό κατευθείαν από την πηγή, παρά από τις νερολακούβες που τόσα χρόνια έπινα μαζί σου. Σ’ ευχαριστώ για τη λύση. Good luck μωρό μου.

Θοδωρής: -Πες μου τουλάχιστον πόσον καιρό γινόταν αυτό; Από πότε ενσαρκώθηκες τους άλλους ρόλους σου; Πόσοι ήταν; Με πόσους;

Ασπασία: -Τέλειωσαν οι ρόλοι Θοδωρή. Έπεσε η αυλαία. Πίσω απ’ αυτήν τίποτα δεν μετράει. Ούτε και οι κάμερες, γι’ αυτό μην αγωνίζεσαι άλλο. Τέλος.

Η Ασπασία προχωράει στην έξοδο για να προλάβει τον πρόεδρο. Ο Θοδωρής απομένει να κοιτάζει την πόρτα συγχυσμένος κι αναποφάσιστος. Τα φώτα χαμηλώνουν την ίδια στιγμή που ο σερβιτόρος πίσω του, αφηγείται με κινήσεις παντομίμας στον συναδελφό του τι έχει γίνει.

.

NEPENTHES ALATA

ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΑΣΤΡΗΣΙΟΥ



NEPENTHES ALATA*



ΣΚΗΝΗ 1
(σ ενα τραπεζι βρισκονται ο Α η Β και ο Γ-που καθεται στην καρεκλα απεναντι απο το ζευγαρι.Φορουν κι οι τρεις γκρι ρουχα)

Γκαρσονι Καλησπερα σας(με υφος καπως ειρωνικο)Καλη σας ορεξη(παιρνει απο
τον δισκο που κραταει τρια ιδια πιατα που πανω τους εχουν ενα
κομματι ψωμι κι ενα κομματι σαλαμι.Φευγει και μοιραζει τα υπολοιπα
πιατα στα αλλα τραπεζια)

(Ο Α καταβροχθιζει το φαγητο του,η Β δεν το αγγιζει καν και ο Γ τρωει σιγα σιγα καπως το ψωμι.Η Β ειναι γενικα ησυχη και αμετοχη σ ολες τις συζητησεις και ο Α κοιταζει εντονα οσο μιλαει καποια κοπελα που καθεται σ ενα πιο απομακρυσμενο τραπεζι)

Α(μπουκωμενος) Και πεταγεται που λετε το κωλοπαιδο και τον βλεπω που χει κρυψει μεσα στα χερια του 3 μανταρινια απο τη μανταρινια που ναι εξω απ το σπιτι μου.Και τον αρπαζω και του ριχνω κατι κλωτσιδια που...

Γ Δεν νομιζω οτι πρεπει να εισαι τοσο βιαιος,ετσι κι αλλιως..Ειναι παιδια,ειναι φυσιολογικο να μην μπορουν να προσαρμοστουν εντελως με τους νομους μας ουτε να εκτιμησουν ακομα τη σωστη διαπαιδαγωγηση τους..

Α Ποιος τα λεει ρε αυτα?Η ειμαστε ολοι ισοι η δεν ειμαστε.Ειπαμε θα τρωμε μονο τα απαραιτητα,οτι παραπανω ειναι περιττο..Ποιος την υπολογιζει τη σωστη διαπαιδαγωγηση,το θεμα ειναι οτι πρεπει να κανουμε ο,τι λενε οι νομοι.

Γ Δεν συμφωνω με τον τροπο που το θετεις,δε νομιζω οτι η υποταγη στην πολιτεια ειναι ο στοχος οσο το γεγονος πως μεσω της πολιτικης που μας προτεινει μας θετει τα θεμελια για μια καλυτερη ζωη..Να ζουμε λιτα,με μετρο..
Να εναντιωνομαστε στην υπερβολη..Ολα αυτα θα μας σωσουν,ετσι ειναι..

Α Ο,τι και να λεγε η κοινωνια μας εγω θα το ακολουθουσα,ειναι ο πιο σιγουρος τροπος να ζεις.Αυτα που λες τωρα εσυ για τη σωτηρια της ψυχης σου(ειρωνικα)
τα χω γραμμενα..

Γ Ω..Δεν εχω σκοπο να τα βαλω μαζι σου..Γι αυτο ας πουμε κατι αλλο..(παυση)Ποτε παντρευεστε με το καλο?

Β Ε.....δεν το βιαζομαστε..

Γ Μα ειστε τοσα χρονια μαζι..

Β (τα χανει φανερα και κοιταει τον Α)

Α Θα την παρω μολις φτιαξουν τα οικονομικα..Δε θελω εγω μιζερο γαμο..
(η Β σκυβει το κεφαλι)
Ε μωρο μου?

Γ Δεν πατε καλα με το βενζιναδικο ε?

Α Μπα..πως να παμε..βεβαια δεν γκρινιαζω..το να μη χρησιμοποιει κανεις αυτοκινητο ειναι επιταγη της πολιτειας..Ειναι αχρειαστο,μονο για εκτακτη αναγκη ειπαν να το παιρνουμε αλλιως..η πολη ειναι μικρη..την περπαταμε..και να φυγουμε εκτος,ειναι περιττο..αρα..

Γ Αρα?

Α Σιγα σιγα θα το κλεισουμε..Θα με προσλαβεις ρε στο γραφειο σου?

Γ Μα ουτε σχολειο δεν εχεις τελειωσει..Πως θα σε βαλω μεσα στα λογιστικα?

Α Οχι βρε βλακα να ασχολουμαι με αριθμους..Πορτα θα με βαλεις να κοβω τις φατσες των πελατων...χα χα χα(γελαει ακομψα και βροντερα,η Β ειναι αμηχανη)

Γ Ωπα..Ενας υπαλληλος ειμαι..Δεν ειμαι κι ο διευθυντης κι εξαλλου τωρα με τους καινουριους νομους ξερεις ποσοι εχασαν τις δουλειες τους..ποσα επαγγελματα εξαλειφθηκαν..Δεν εισαι μονο εσυ..

Α Χαλαλι..

Γ Σαφως..Χαλαλι..Ειναι νωρις ακομα..Σε λιγο ολοι θα αναπροσδιορισουμε εντελως τις αναγκες μας και θα καταλαβουμε το ουσιαστικο αποτελεσμα των νομων στην εξυγιανση της ζωης μας.Κανενα αγχος πια δε θα μας διακατεχει να προλαβουμε τις εξελιξεις και θα ησυχασουμε απεχοντας απο κτηνωδεις απολαυσεις.
Παντως..ασχετα απο ολα αυτα,θεωρω οτι δεν πρεπει να το καθυστερειτε..για τον γαμο λεω..Ειναι κριμα..(κοιταζοντας την Β)

Α Σου ειπα..το χουμε στα σχεδια..μη μου το ξαναναφερεις..Και σαν πολυ δε μου τη βγαινεις σημερα?Για αραξε..

(μπαινει ο Αγγελος,ολοι γυριζουν και τον κοιτουν,φορα κοκκινο πουλοβερ και καρο κασκολ.Καθεται σε καποιο τραπεζι)

Α Τι ειναι τουτος ρε?Και τι φοραει?

Β Μαλλον ξενος θα ειναι..

Α Σκασε,αμεσως να δικαιολογησεις..Οτι και να ναι,φλωρος ειναι..

(στο τραπεζι του Αγγελου)
Γκαρσονι Καλησπερα σας..(κανει ακριβως τις ιδιες κινησεις με πριν και του αφηνει ενα πιατο μπροστα του.Ο Aγγελος αρχιζει να τρωει)

Β Παντως φαινεται μικρος..

Α Μαζεψου..

Γ Νομιζω κι εγω πως προκειται ολοφανερα για ξενο..Εχει κατι εκλεπτυσμενο που δεν το συναντας ευκολα στην πολη μας..

Β (χαμηλοφωνα)Δυστυχως.

Α Τι ειπες?

Β(κοιταζοντας τον Αγγελο εντονα)Ειναι ξενος λεω,εχει δικιο..

ΑΓΓΕΛΟΣ Συγνωμη κυριε..(φωναζει το γκαρσονι που πλησιαζει)Θα μπορουσα να εχω εναν καταλογο για να παραγγειλω?

Γκαρσονι (πλησιαζει)Τι εννοειτε να παραγγειλετε?Δεν ειστε απο δω?Δεν ξερετε?

ΑΓΓΕΛΟΣ Οχι..Φοιτητης ειμαι στη διπλα πολη και το λεωφορειο μου εκανε τελευταια σταση πριν τον τελικο μας προορισμο εδω..Μπορω τωρα,μετα την ανακριση να εχω ενα καταλογο?(το βλεμμα του μενει μετεωρο)

Γκαρσονι Κοιταξτε,θεωρητικα,αφου θα φυγετε δεν υπαρχει λογος να σας εξηγω ομως νομιζω θα ηταν πολυ ενδιαφερον ας σας περιεγραφα την κατασταση κι εσεις τη συμμεριζοσασταν..Εδω κυριε,δεν τρωει ο καθενας οτι θελει,ουτε φοραει οτι θελει,ουτε...Ολοι ακολουθουμε μια σειρα νομων που μας υποδεικνυουν εναν απλο τροπο ζωης με στοχο να απελευθερωθουμε απο τα υλιστικα μας προτυπα και να βρουμε τον εαυτο μας..

ΑΓΓΕΛΟΣ(εχει μεινει αναυδος)Μα αυτο ειναι τρελο!Καθ ενας βρισκει τον εαυτο του μεσω του δικου του δρομου,εγω ας πουμε παιζω κιθαρα,εσεις?

Γκαρσονι Δεν με αφορα το τι κανετε στον ελευθερο σας χρονο..Εδω παντως αν ηρθατε να φατε δεν μπορειτε..(απομακρυνεται)

ΑΓΓΕΛΟΣ Ποιος τα λεει αυτα,το φαγητο ειναι απολαυση!!

(σηκωνεται ο Α που ως τοτε ειχε μεινει αποσβολωμενος να κοιταει)

Α Ρε φιλε σηκω φυγε..Δε σε σηκωνει τι κλιμα,αν θες εσυ να γινεις δουλος της κοιλιας σου,εμεις δεν θελουμε..

ΑΓΓΕΛΟΣ Σιγα..Σιγα..Θα μας φας..Μια κουβεντα ειπα..Αλλα και σεις..Να σας λενε δε θα φας και να μην τρωτε ειναι απιστευτο!Τι αναγκη τους εχετε?

(σηκωνεται ο Γ και πλησιαζει)

Γ Καμμια αναγκη,απλα ο τροπος ζωης που μας προτεινουν αγαπητε μου τυχαινει να ειναι ο σωστος.(καθεται στο τραπεζι του Αγγελου)

Α Τι μαλακιες του λες ρε κι εσυ?Φυσικα και τους εχουμε αναγκη.Οποιος δεν ακολουθει τους νομους δεν επιβιωνει.Ειμαστε υποχρεωμενοι να ακολουθουμε τους κανονες και να εναντιωνομαστε οταν κατι τυποι σαν κι εσενα τους παραβαινουν.

ΑΓΓΕΛΟΣ Ομως εδω σας επιβαλουν καθαρα τον τροπο της ζωης σας.. πως γινεται να ντυνεστε ολοι ιδια?Καθενας επιλεγει να ζησει αναλογα με τις προτιμησεις του..Κι εσυ εκει(φωναζει στην Β)..Γιατι δε μιλας?Τι νομιζεις,ετσι αδυνατη που εισαι ποιος θα σε θελει..(ο Α κανει μια κινηση να ορμηξει στον Αγγελο,ο Γ τον συγκρατει)Σαν αρρωστη εισαι!Γιατι δε λες κατι,δε μπορει..και συ θα εχεις αγαπημενο φαγητο..Παστιτσιο!Το βρηκα?

Γ (που παρακολουθει αταραχος) Το μονο που καταφερνετε ειναι να δημιουργειτε φασαρια..Αν πιστευετε οτι θα αναθεωρησουμε τις αποψεις μας επειδη μας εκανε κυρηγμα καποιος ανεμελος εικοσαρης ειστε γελασμενος..

Α Ασε με να τον δειρω τον μαλακα!

ΑΓΓΕΛΟΣ Θα μπορουσες να μιλας πιο ωραια..Δεν βλεπω ο τροπος ζωης που ακολουθειτε να σας εχει κανει καλυτερους ανθρωπους..

Α Οποιος δε συμβιβαστει με την κοινωνια χαθηκε!Τη μανα σου λυπαμαι που εκανε γιο σκατοαναρχικο!

(ο Αγγελος γελαει βροντερα κοροιδευοντας τον και πηγαινει στο τραπεζι της Α που τοση ωρα ειχε μεινει αμετοχη να τον κοιταζει)

ΑΓΓΕΛΟΣ Εγω λεω οτι ο κοσμος τρεχει και σεις μενετε βαθεια νυχτωμενοι..Τι νομιζεις?Αν βγαλω αυτο(βγαζει το κασκολ του)κι αν βγαλω κι αυτο(βγαζει και το πουλοβερ του)θα γινω ιδιος μ εσας?

Β(χαμηλοφωνα) Ειμαστε ευτυχισμενοι..Τιποτα δεν απειλει τη ζωη μας.Εχουμε ξεφυγει απο καθε συνηθεια που προκαλει αγχος.(πιο χαμηλα)Ειμαστε ευτυχισμενοι.

ΑΓΓΕΛΟΣ Δεν μπορει να τα πιστευεις αυτα που λες!Ποιο το στιγμα σας σαν πολη?Σαν κοινωνια?
(η Β μαζευεται)Κι ας το αυτο..Εσυ..Προσωπικα..Εισαι χαρουμενη?Εμενα η κοπελα μου ξερει να μαγειρευει συνταγες της γιαγιας της που ηταν Ρωσιδα και στον ελευθερο χρονο της ζωγραφιζει τα ρουχα της με κατι ειδικους μαρκαδορους ξερεις..που δεν ξεθωριαζει το χρωμα τους με το πλυσιμο..και τα σαββατα παμε και χορευουμε και μετα γκαζωνουμε το αμαξι γυρνωντας σπιτι μας κι ειναι αυτα ολα απολαυσεις και αερας ελευθεριας!(κοιταζονται στα ματια)

Β Εγω..Εμεις δηλαδη..Στο σπιτι μας...Εχουμε μαθει να ειμαστε ολιγαρκεις και ετσι ειμαι κι εγω..

ΑΓΓΕΛΟΣ Επειδη ετσι συνηθισες δεν σημαινει κι οτι εισαι ετσι..Ολοι εχουμε τον πηχη μας λιγο πιο ψηλα απ οτι συνηθως μας τον θετουν..Ξερω ειναι δυσκολο να απεκδυθεις κατι που εχεις πεισει τον εαυτο σου πως εισαι..Αλλα..Προσπαθησε..

Γ (τον κοβει)Ο τροπος ζωης μας κυριε εξασφαλιζει την ηρεμια μας,δε θελουμε τιποτα αλλο.

ΑΓΓΕΛΟΣ Μα το φαγητο ειναι πολιτισμος..Αλλα συγνωμη,ο φιλος σας μπορει αγνοει τη λεξη..(κοιταζοντας τον Α και ξαναγυριζοντας στο τραπεζι του ) Και οι απολαυσεις ειναι μεσα στη ζωη αν θες να τη ζησεις σ ολες τις τις διαστασεις.

(αρχιζουν τωρα να μιλουν απευθυνομενοι στον Αγγελο,ο καθενας ξεχωριστα)

Γ Δε χανουμε τον χρονο και τα χρηματα μας για τετοια..Αυτα τα αφηνουμε για κεινους που δεν μπορουν να γεμισουν αλλιως την κενη ζωη τους..

Α Πρωτος κανονας στο σχολειο κανε οτι λεει ο καθηγητης.Τοτε θα σε προσεχει και θα χεις παντα καλους βαθμους.Ειμαστε με το κρατος για να μαστε με τους δυνατους και για να επιβιωσουμε.

Γ Οχι,δεν ειναι θεμα δυναμης,ουτε υποταγης..Ειναι βαθυτ...

Α(τον κοβει αποτομα φανερα τσαντισμενος)Σταματα,μονο αυτο ειναι.

Β(πλησιαζοντας) Ετσι μαθαμε κι εξαλλου,ζουμε απλα γιατι να αναγκαστουμε να σκεφτουμε πιο πολυπλοκα?

Γ Προς θεου μην ειστε τοσο ξεροκεφαλοι!Καταλαβετε επιτελους πως η αρση των ακραιων απολαυσεων δινει αληθεια στη ζωη κι αυτο ειναι το κερδος σας οχι η δηθεν ασφαλεια που σας παρεχει η νομοφροσυνη!

Α Μαλακα σκασε,μας τα χεις κανει τσουρεκια..

Β(σαν χαμενη)Εγω ετσι εμαθα..Δε θελω να αλλαξω..Δε θελω...Δε θελω(μουρμουριζει νευρικα και κανει σαν να επαθε κριση.Τωρα μιλανε ολοι ταυτοχρονα ο καθενας στον δικο του κοσμο)

Α Σκασε να φωναζεις κι εσυ..

Γ Νομιζω δεν θα μπορεσουμε να συννενοηθουμε..

Β Δεν θελω...Δεν θελω..(ο Α παει να την ηρεμησει,τον σπρωχνει μακρια)

Γ (προς τους Α και Β)Νομιζω εχετε να διανυσετε δρομο μεχρι να ισορροπησετε τα παθη και τα ενστικτα σας κυριοι..

Α Γαμω τους τρελους που εμπλεξα..Ποτε θα βγει ενας νομος να κλεινεις στο τρελαδικο οσους σου σπανε το νευρικο σου συστημα..

Β Δεν θελωωωω....Σταματηστε επιτελους!!!!
(η φωνη της διαπεραστικη και δυνατη οσο ποτε τους κανει να σταματησουν αποτομα να φωναζουν και να κοιτουν μια εκεινη και μια τον Αγγελο.Ο Αγγελος τοση ωρα εχει μεινει αποσβωλομενος να τους κοιτα αμετοχος)


Α Τι κοιτας και συ τωρα?


ΑΓΓΕΛΟΣ (που δεν εχει ακομα συνελθει απ το σκηνικο που παρακολουθησε)Τιποτα..(παυση)Απλα λεω πως θα χρειαζεστε παντα καποιον οδηγο στον δρομο για την ευτυχια.

Α Βουλωσε πια το στομα σου μην εχουμε αλλα...

ΑΓΓΕΛΟΣ Διαταξτε!(κανοντας εναν στρατιωτικο χαιρετισμο και χτυπωντας το ποδι στο πατωμα)Ο ταγματαρχης σου εδωσε εντολη να με δειρεις για παραδειγματισμο?

Α Τι μαλακιες λες?(του δινει μια δυνατη σπρωξια που τον ριχνει κατω)

ΑΓΓΕΛΟΣ Τι?(γελωντας ειρωνικα ενω σηκωνεται)Δεν εισαι το υπ αριθμον 361 στρατιωτακι?
Κι εσυ τι καθεσαι αμετοχος?(κοιταζοντας τον Γ)Εσυ δε συμμετεχεις στον γκριζο στρατο?Τι?Εσυ εχεις δουλεια γραφειου?Καταγραφεις τα θυματα?Δεν πιστευω να μη βοηθας ουτε λιγο..Τι συνεβη?Ησουν αρκετα αδυνατουλης και δε σε πηραν στον στρατο τους?Μην αισθανεσαι μειονεκτικα..Εξαλλου,τι δουλεια εχεις εσυ μ αυτους?Εσυ κυνηγας τη σωτηρια της ψυχης σου χα χα!!ΦΕΥΓΩ!
Κοπελια..απλα,ισως ολο αυτο να μη σου ταιριαζει..Μπορεις να το πεις!Μη φοβασαι οτι θα χασεις τους φιλους σου!(κοιταζοντας ειρωνικα τον Α και τον Γ)
Αν ξαναρθω εδω καμμια φορα θα σου φερω μια μπλουζα πολυχρωμη απ αυτες που φτιαχνει η κοπελα μου!Το φαγητο ειναι απολαυση!Και οι απολαυσεις ειναι για τον ανθρωπο και για την ευτυχια του..Ο δηθεν ασκητισμος..(παυση)Αλλα γιατι να ξαναερθω?..Στην πολη αυτη αν ξεχαστω και δεν κοιταξω τον αριθμο που φοραει ο καθενας σας εδω..στα αριστερα(κανει μια κινηση και δειχνει την καρδια του)μπορει να μπερδευτω και να μην καταλαβω πως ειστε ανθρωποι αλλα...αλυσοδεμενα ζωα.

(παιρνει τα πραγματα του και γυρναει την πλατη του να φυγει.Τοτε οι δυο αντρες κοιταζονται αγχωμενα και με απορια μεταξυ τους και με το βλεμμα τους ξεχνουν πως ηταν πριν απο λιγο τσακωμενοι.Πριν ο Αγγελος προλαβει να βγει εξω,πεφτουν λες κι ειναι συννενοημενοι πανω του.Τα φωτα σβηνουν ενω ο Α και ο Γ εχουν ριξει κατω τον Αγγελο και τον χτυπουν..Μεσα στις φωνες τους ξεχωριζει η φωνη του Α που λεει)

Α Πολυ αγρια ομως ζωα φιλε.Πολυ αγρια.


ΣΚΗΝΗ 2

(Στο τραπεζι που καθονταν στην αρχη,βρισκονται παλι,ο Α η Β και ο Γ με τον Αγγελο να ειναι τοποθετημενος πανω σ αυτο,σε οριζοντια σταση,ημιγυμνος και νεκρος.Οι τρεις τους ορθιοι γυρω του με ενα μαχαιρι κοβουν κομματακια απο πανω του και τα τρωνε.Το γκαρσονι περναει με ενα δισκο γεματο πιατα και ποτα διαφορετικων ειδων και στεκεται για λιγο διπλα τους.)

Γκαρσονι Καποια σαλτσα με το φαγητο σας κυριοι?

Β Αν θα σας ηταν ευκολο..(γενναια και δυνατα)

(το γκαρσονι φευγει)

(ο Γ τεινει το ποτηρι του σαν για προποση και το ιδιο κανουν και οι αλλοι)

Γ Μα δεν εχουν δικιο αγαπητοι μου?Το φαγητο,ειναι απολαυση!

(τσουγκριζουν χαμογελαστοι τα ποτηρια τους και τα φωτα σβηνουν)



*νηπενθες το φτερωτο,αναρριχητικο σαρκοφαγο φυτο που διαθετει τις μεγαλυτερες σε μεγεθος παγιδες.

ΤΕΛΟΣ

Μούφα η σούζα

Ελένη Μπάλιου ( μάθημα κ. Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη)



Πρόσωπα
Ολυμπία 45
Βάνα 30
Σάκης 34
Σπύρος …


Το σκηνικό.
Το καφέ είναι γεμάτο από μηχανόβιους κάθε ηλικίας. Κράνη ακουμπισμένα στα τραπέζια, στις καρέκλες και κάτω, μουσική χιπ χοπ δυνατά, μπουκάλια μπύρας απλωμένα στα τραπέζια. Δίπλα από το μπαρ στον τοίχο υπάρχει ένας πίνακας με φωτογραφίες από αγώνες και εκδρομές, θαμώνων και αθλητών του σπορ. Η Ολυμπία, μια γυναίκα με σοφιστικέ λουκ γύρω στα σαρανταπέντε, είναι νευρική. Κρατάει το ποτήρι σφιχτά με τα δυο της χέρια πάνω στο τραπέζι και κοιτάζει πάνω από τα στρογγυλά της γυαλάκια, μια την πόρτα και μια το χώρο ολόγυρα. Οι θαμώνες την κοιτάζουν κι αυτοί με περιέργεια. Με τη φράση «άλλο ένα» και το ποτήρι ψηλά, η γυναίκα ζητάει από το σερβιτόρο άλλο ένα κονιάκ.


Ο σερβιτόρος παίρνει το άδειο ποτήρι από το τραπέζι της και ακουμπά ένα γεμάτο. Η τριαντάχρονη Βάνα εμφανίζεται στο μπαρ προσπαθώντας ακόμα να βγάλει το κράνος από το κεφάλι της. Ύστερα με τα μαλλιά της ανασηκωμένα στην κορφή, κοιτάζει γύρω της. Πλησιάζει στο πρώτο τραπέζι που είναι αρκετά μακριά ακόμα από το τραπέζι της Ολυμπίας, χτυπάει ευδιάθετα την παλάμη της στον αέρα με την παλάμη ενός θαμώνα. Λέει μερικά λόγια μαζί του. Ύστερα σηκώνει το χέρι της σε δυο τρεις από άλλες μεριές που την καλοχαιρετούν και καταλήγει στο τραπέζι της Ολυμπίας.




Βάνα (φιλώντας την καθώς πάει να καθίσει):
-Άργησα τόσο; Είσαι κι όλας στο δεύτερο ποτήρι.
Ολυμπία (γελώντας χαρούμενα):
-Στο τρίτο, βρίσκομαι ήδη τρία τέταρτα εδώ. Όχι, δεν άργησες εσύ, εγώ βιάστηκα.
Βάνα: -Να σου πω την αλήθεια πίστευα ότι θα χαθείς στο δρόμο. Αλλά εσύ πάτησες τα γκάζια σου από νωρίς μάλλον. Και γιατί εδώ η συνάντηση;
Ολυμπία: -Τα πάτησα ναι. Αν δεν έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο θα το έχανα και θα περίμενα άλλη μισή ώρα στο δρόμο. Εδώ, για να μη σου αλλάξω τις συνήθειες. Αλλά δεν ήξερα πως τους γνωρίζεις και όλους.
Βάνα: -Δεν σε πιστεύω. Εσύ δεν είσαι που λες ότι πρέπει να σπάμε τις συνήθειες; Κάτι άλλο είχες κατά νου, εμπρός λέγε. Και δεν τους ξέρω όλους. Μόνο η μισή Ελλάδα έρχεται εδώ.
Ολυμπία: -Κατάλαβα, μόνο τους Έλληνες μετανάστες δεν ξέρεις. Θα σου πω κάνε λίγη υπομονή. Πάντα βιαστική…
Βάνα: -Να μου πεις καταρχήν γιατί ήθελες να βρεθούμε εδώ. Την αλήθεια όμως. Δεν σε τράβηξε η μυρωδιά της βενζίνης, ούτε η αγάπη σου για τις μηχανές.
Ολυμπία: -Οκ, ήθελα να βρεθώ στο περιβάλλον σου. Κακό είναι; Μήπως σ’ ενοχλεί η επιλογή του μέρους;
Βάνα: -Έλα ρε, τι είμαστε γκόμενοι για να μη μας δουν; Και γιατί με λες βιαστική; Στο μάθημα δεν είμαι.
Ολυμπία: Τώρα δεν βιάζεσαι, τον πρώτο καιρό καθόσουν στα καρφιά, με το ζόρι παρακολουθούσες. Και δηλαδή τους γκόμενους κατά τη γνώμη σου δεν πρέπει να τους βλέπει κανείς;
Βάνα: -Δεν ξέρω τι πρέπει. Όταν είναι παράνομοι όμως, κρύβονται. Τι να’ κανα βρε Ολυμπία, αφού ερχόταν από κάτω ο άλλος και με περίμενε.
Ολυμπία: -Εγώ πάντως δεν κρύβομαι.
Βάνα: -Γιατί να κρυφτείς; Παράνομη είσαι;
Ολυμπία: (στριμωγμένη)-Ποτέ δεν ξέρεις
Βάνα: -Μη μου το παίζεις λασπωμένη πινακίδα τώρα.
Ολυμπία: -Αυτά να μην είχες..Και δεν μου λες; Μόνο οι κλέφτες κρύβουν τις κλεμμένες μηχανές για να μη τις δει κανείς; Οι άλλοι δεν τις προφυλάσσουν;
Βάνα: -Μέχρι και στο σαλόνι τους. Αλλά εσύ δεν αγόρασες «έρωτα» για να φοβάσαι μη στον κλέψουν.
Ολυμπία: -Αγοράζεται δηλαδή και ο έρωτας;
Βάνα: -Όταν είναι εξακύλινδρος με ανατομική σέλα, αόρατες ζάντες και τελική 300, αγοράζεται. Και σε κάτι άλλες περιπτώσεις επίσης. ΣΠΥΡΟ!
Η Βάνα κοιτάζει προς τη μεριά του σερβιτόρου.
Βάνα: -Έχω λυσσάξει για ένα ποτό, τι κάνει ρε γαμώτο…
Ολυμπία: -Θα πάω εγώ να σου φέρω, χαλάρωσε.
Βάνα: -Ξεκόλλα, δεν είμαστε στο σπίτι σου. Εδώ είναι δικά μου χωράφια. Θα πάω εγώ. Θέλεις να σου φέρω κάτι;
Ολυμπία: -Άλλο ένα από τα ίδια.
Βάνα: -Είσαι σίγουρη; Θα είναι το τέταρτο. Ο Σπύρος με το που μπήκα, μου είπε πως είσαι νεροφίδα. Σε βλέπω να φρενάρεις σε λάδια.
Ολυμπία: -Θα γίνει, αλλά όχι απ’ το κονιάκ. Φέρε μου άλλο ένα.
Βάνα: -Εντάξει, το πολύ πολύ να σε φορτώσω σ’ ένα ταξί μετά.
Ολυμπία (ψιλοζαλισμένη, σκέπτεται για πέντε δευτερόλεπτα): -Δεν μου αρέσει να με φορτώνουν.
Βάνα: -Εντάξει τότε, θα σε δέσω πάνω μου. Περίμενε έρχομαι.

Η Βάνα απομακρύνεται προς το μπαρ, η Ολυμπία επικεντρώνει την προσοχή της στη συζήτηση του διπλανού τραπεζιού.

Θαμώνας α: -Μα τι ντουβάρι ρε παιδί μου. Σου λέμε, δεν αξίζει αυτό το μηχάνημα τα λεφτά του. 125 κυβικά πέντε χιλιάδες ευρώ, τι να το κάνεις ρε; Θα βογκήξει το μηχανάκι στα ταξίδια. Άσε που δεν θα μπορείς να ακολουθήσεις ούτε την ομάδα.

Θαμώνας β: -Δεν την θέλω ταξιδιαρα ρε, για μέσα στην πόλη την θέλω. Την έχεις δει; Δες την πρώτα και μου λες.

Θαμώνας α: -Μα καλά για μηχανές θα λέμε τώρα ή για παιχνίδια;
Θαμώνας β: -Μπαλαρίνα του δρόμου. Τι πιο όμορφο…

Βάνα (Που στο μεταξύ περνώντας αναμεσά τους καταφθάνει με τα ποτά):
-Ρε Μίχο, γιατί δεν παίρνεις καλύτερα ένα αυτοκινούμενο με χειροκοντρόλ; Θα φχαριστηθείς πιρουέτες στην τελική και θα γλυτώσεις ένα σωρό λεφτά.

Ολυμπία: -Αυτό θα το πάρω εγώ, που δεν οδηγάω ούτε ποδήλατο.
Βάνα: -Μια σοφιστικέ γυναίκα σαν εσένα γλυκιά μου, οφείλει να κυκλοφορεί με Χάρλεϊ. Θα σε αναδείξει.
Ολυμπία: -Με αναδεικνύουν μια χαρά και τα πόδια μου. Κάθε πράγμα στον καιρό του δεν λένε;
Θαμώνας α: -Ωραία πόδια…συμφωνώ.

Βάνα: (Στον α) -Πύραυλε βούλω..(Στην Ολυμπία) -Ο καιρός για μερικούς παραμένει πάντα ο ίδιος.

Θαμώνας α:- Δεν θα μας γνωρίσεις τη φίλη σου Βάνα;

Ολυμπία (ψιθυριστά)- Εσύ μού’ λειπες…

Βάνα: -Από δω η δασκάλα μου παιδιά, των αγγλικών. Όλι, από δω οι άχρηστοι φίλοι μου.

Χαμογελώντας πλατιά η Ολυμπία κουνάει σε όλους το κεφάλι. Ύστερα απευθύνεται στην Bάνα.

Ολυμπία: -Υπάρχει τρόπος να τα πούμε λίγο πιο ήσυχα; Ή θα μας την πέφτουν αυτοί συνέχεια;
Βάνα: -Μη σε νοιάζει, έτσι κάνουν στην αρχή, ιδίως όταν δουν καινούργιο άτομο. Είσαι και όμορφη τι να σου κάνω, τσίμπησαν.
Ολυμπία: -Έλα ρε άσε το δούλεμα. Σαν κακοσυντηρημένη R25 είμαι.

Η Βάνα σκάει στα γέλια.

Βάνα: -Με ξαφνιάζεις μεγάλη. Που τις ξέρεις εσύ τις R25;
Ολυμπία: -Ε κάτι ξέρουμε κι εμείς. Είχε μια ο πατέρας μου, παρατημένη από τους Γερμανούς στην κατοχή. Μας έβαζε στην καρότσα και πηγαίναμε για μπάνιο στο καβούρι.
Βάνα: -Όλο εκπλήξεις είσαι. Έλα, πάμε σε κείνο το τραπέζι στη γωνία που άδειασε. Θα καταλάβουν πως θέλουμε την ησυχία μας και θα το κόψουν.
Ολυμπία (διστακτικά): -Δεν το αφήνουμε για μιαν άλλη μέρα ρε Βάνα; Δεν ήταν πολύ καλή ιδέα να έρθω εδώ μέσα. Έπειτα έχω κατεβάσει ήδη 4 κονιάκ.
Βάνα: -Δεν σε ξέρω να πίνεις, τι σ’ έπιασε; Όχι, σήμερα θα μου πεις αυτό που θέλεις, αφού ήρθες γι’ αυτό. Βλέπεις; Μας ξέχασαν κι όλας. Έλα χαλάρωσε και πες μου. Κι άσε το ρημάδι το τσιγάρο από το χέρι σου!

Η Βάνα της παίρνει το τσιγάρο που πάει ν’ ανάψει και το βάζει πίσω στο πακέτο.

Βάνα: -Πες μου τώρα. Έχεις βρει κάτι για μένα δεν είναι έτσι;

Ολυμπία: -Είναι πολύ καλή δουλειά Βάνα. Κίνησα γη και ουρανό για να βρω αυτό το φίλο μου, αλλά ήξερα ότι δουλεύει ακόμα στην αντιπροσωπεία με τις μηχανές. Δεν ήταν στο υποκατάστημα που συνήθως τον έβρισκα, έχουν ανοίξει ένα στην Κρήτη και τον έστειλαν εκεί σαν γενικό διευθυντή. Γνωρίζει όμως πρόσωπα σε καίριες θέσεις εδώ κι έτσι όταν τον βρήκα τελικά και μιλήσαμε τηλεφωνικά, μου είπε πως έχουν για σένα την κατάλληλη θέση.
Αυτοί όλοι είναι τεχνοκράτες, της καρέκλας. Χρειάζονται λοιπόν ένα άτομο στις παραλαβές κι έναν δοκιμαστή. Μάντεψε που θα πας εσύ.
Βάνα: -Μη μου πεις! Θα με πάρουν για test driver? Πως το κατάφερες αυτό ρε θηρίο;
Ολυμπία: -Στην Ελλάδα όπως ξέρεις είμαστε ακόμα σε πολλά πράγματα πίσω. Δεν ήταν ότι πιο εύκολο να τον πείσω πως μια κοπέλα μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά. Με ρώτησε αν έχεις λάβει μέρος σε αγώνες, αυτό θα έκανε την αποφασή του ευκολότερη. Αλλά δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Δεν μου έχεις πει.
Βάνα: -Φυσικά έχω λάβει μέρος, πλάκα μου κάνεις; Έχω και μετάλλια από τους αγώνες στο Τατόι και στη Ρόδο. Δεύτερη και Τρίτη. Ετοιμάζομαι να πάω και στους επόμενους. Θα σκίσουμε φέτος. Γιατί νομίζεις με ζητάνε στην Αγγλία;
Ολυμπία: -Αυτό θ’ ακουστεί πολύ καλά. Δεν μένει παρά να σου κλείσω ένα ραντεβού με τον Μίλτο και να συναντηθείτε. Δεν πιστεύω να έχεις αγώνα τώρα κοντά και να μου την κοπανήσεις για κανένα Παρίσι-Ντακάρ;
Βάνα: -Μα δεν είναι στην Κρήτη αυτός; Όχι το καλοκαίρι είναι ο αγώνας στη Ρόδο.
Ολυμπία: -Και τι είναι η Κρήτη για έναν διευθυντή αντιπροσωπείας μωρό μου; Μισή ώρα με το αεροπλάνο. Άλλωστε έρχεται σχεδόν κάθε Σαβ/κο στην Αθήνα.
Βάνα: -Υπέροχα. Θα μαζέψουμε λοιπόν κανένα φράγκο μέχρι του χρόνου.
Ολυμπία: -Βάνα, η δουλειά αυτή δεν είναι για μέχρι του χρόνου. Είναι μόνιμη. Θα κάνεις το ίδιο πράγμα εδώ και θα πληρώνεσαι καλά. Αυτό δεν ήθελες; Τι είναι αυτό το κόλλημα με την Αγγλία…
Βάνα: -Θέλω να ζήσω μια φορά έξω βρε αδερφε! Βαρέθηκα να κυνηγάω τις ευκαιρίες στην ψωροκώσταινα! Θέλω να μυρίσω λίγο Ευρώπη. Δεν σκοπεύω να κάνω άλλη δουλειά, αυτήν αγαπάω και ξέρεις καλά ότι εδώ, μόλις σκάσει ένας πρωταθλητής με όνομα, θα με στείλουν καλλιά μου. Εκεί υπάρχουν προοπτικές εξέλιξης, μέχρι και για μηχανικό στα πιτς μπορούν να με πάρουν. Τι σκατά σπούδαζα τόσα χρόνια; Για να το βλέπω μόστρα στον τοίχο μου;
Ολυμπία: -Εγώ δεν βλεπω τη διαφορά. Τα ίδια μπορείς να κάνεις κι εδώ. Αλλά σου έχει ξεσηκώσει τα μυαλά ο προκομένος σου. Αλήθεια τι κάνει; Πως τα πάτε οι δυο σας;
Βάνα: -Καλά, ο Σάκης δεν κρατιέται. Τον βλέπω να φεύγει και νωρίτερα, για να μας βρει σπίτι. Πάντως για σου πω την αλήθεια, τη φοβάμαι την συγκατοίκηση μαζί του Ολι μου. Καλά, πολύ καλά περνάμε έτσι. Αλλά όταν μένεις μαζί, αλλάζουν πολλά.
Ολυμπία: -Πρέπει να σκεφτείς τότε. Μήπως του λες ότι το θέλεις για να μη του χαλάσεις το χατήρι; Γιατί δεν τον αφήνεις να πάει αυτός να δει κι αν αξίζει ο κόπος να πάρει και σένα; Τι θα γίνει αν τα πράγματα δεν πάνε καλά και χάσεις τις ευκαιρίες σου κι εδω;
Βάνα: -Η δουλειά είναι σίγουρη, εκείνο που δεν ξέρω είναι αν θ’ αντέξω το κλίμα στην Αγγλία και το κλίμα της συγκατοίκησης. Αφού από τώρα θέλει να με στρώσει, να βάλει λέει τη ζωή μου σε τάξη, φαντάσου τι έχει να γίνει τότε. Έλα άσε με κι εσύ τώρα! μη μου σπέρνεις ζιζάνια…
Ολυμπία: -Κοίτα πόσους φίλους έχεις εδώ πέρα, δεν θα τους έχεις αυτούς εκεί.
Βάνα: -Ούτε και σένα.
Ολυμπία: -Καλά δεν χάνεις και τίποτα απ’ αυτό.
Βάνα: -Τι; Αυτό είναι που μου τη δίνει περισσότερο. Δεν θα έχω κανέναν να εμπιστευτώ. Θα μου λείψουν τα παιδιά αλλά με σένα Ολυμπία, μπορώ να μιλήσω για όλα.
Ολυμπία: (αμήχανη) -Ουδείς αναντικατάστατος. Αν πράγματι σου έλειπα δεν θα έπαιρνες στο άρπα κόλλα αποφάσεις. Εσύ ούτε καν μου είπες τι σκέφτεσαι. Μόνο τι αποφάσισες.
Βάνα:- Χρειάζομαι άλλο ένα ποτό. ΣΠΥΡΟ!
Ολυμπία: -Ήπιες κι άλλο όταν πήγες στο μπαρ ε; Μην πίνεις οδηγάς, δεν πρέπει.
Βάνα: -Θα δέσεις εσύ εμένα πάνω σου τότε. ΣΠΥΡΟ!

Πλησιάζει ο Σπύρος, ο σερβιτόρος μ’ ένα σφηνάκι. Το αφήνει στο τραπέζι τους και φεύγει.
Ολυμπία: -Βλέπω τα ξέρει τα χούγια σου. Πάντα πίνεις όταν έρχεσαι εδώ;
Βάνα: -Όχι, μόνο όταν είμαι στριμωγμένη.
Ολυμπία: -Ποιος σε στρίμωξε; Εγώ;
Βάνα: -Όχι εγώ. Ολι ξέρεις, μου συμβαίνει κάτι μαζί σου που δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Όταν περάσει μια μέρα χωρίς να σε δω, μου έρχεται να έρθω σου χτυπήσω την πόρτα μεσ’ στα μεσάνυχτα. Καμιά φορά περνάμε από το σπίτι σου με τον Σάκη και του λέω, περίμενε να δω αν έχει φως. Αυτός όμως δεν σταματάει. Μετά από μια γεμάτη μέρα με τον Σάκη, αποζητώ τη συντροφιά σου λες κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσω. Πολύ στην τσίτα με έχει αυτό το παιδί.
Ολυμπία: -Ίσως περνάτε πολλές ώρες μαζί και σε κουράζει. Όλους θα τους κούραζε.
Βάνα: -Μα το κακό είναι ότι συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο. Δεν με κουράζει καθόλου. Αλλά καθόλου! Κι αυτό μου τη δίνει.

Ολυμπία: -Θέλεις να πεις δεν ασχολείται μαζί σου;

Βάνα: -Πως αμέ! Μας βλέπεις ποτέ χώρια; Όλα μαζί τα κάνουμε. Εκτός από αυτά που πρέπει να κάνουμε μαζί.
Ολυμπία: -Δεν το πιστεύω. Δεν κάνετε έρωτα μαζί;
Βάνα: -Όλι μου, αυτός με περνάει μάλλον για σέλα. Τι να πω…Κάνουμε σεξ. Ο έρωτας όμως, είναι κάτι άλλο όπως έχω ακούσει.
Ολυμπία: -Τι είναι ο έρωτας για σένα Βάνα;
Βάνα: -Θυμάμαι κάτι λευκώματα που συμπληρώναμε στο γυμνάσιο…τι εστί έρως. Γράφατε κι εσείς λευκώματα; Εγώ αυτό το έχω αφήσει αναπάντητο.
Ολυμπία: -Ε, πως! πριν από λίγο μου το περιέγραψες. Εξακύλινδρο, με αόρατες ζάντες και τελική 300. Το ξέχασες;
Βάνα: -Δεν στα΄πα όλα για να μη βαρεθείς. Αεροδυναμική γραμμή, ανατομική σέλα, ηλεκτρονικοί μετρητές, αυτόματο σύστημα καθαρισμού…
Ολυμπία: -Τι καθαρίζει αυτό;
Βάνα: -Τα μυαλά στα κάγκελα.

Γελούν ταυτοχρόνως. Πέφτει μια σιωπή 15 δευτερολέπτων κοιτάζονται. Η μουσική έχει αλλάξει. “Dust in the wind”. Οι φωνές από γύρω έχουν χαμηλώσει. Η Βάνα είναι αμήχανη.

Βάνα: -ΣΠΥΡΟ!
Ολυμπία: -Πάψε. Δεν θα πιείς άλλο.
Βάνα: -Οκ, δεν θα πιώ άλλο. ΣΠΥΡΟ!
Ολυμπία: -Άσε το Σπύρο και μίλα μου.
Βάνα: -Ε τι άλλο να σου πω; Στα είπα.
Ολυμπία: -Έπεσες σε λακούβα και δεν ακούστηκες. Ξαναπέστο.
Βάνα: Μούφα η σούζα ε; Ολυμπία, σε γουστάρω.
Ολυμπία: - (Στη Βάνα χαμηλόφωνα): Εννοείς… (μεγαλόφωνα)ΣΠΥΡΟ!
Βάνα: -Εννοώ. (γελάει)

Η Ολυμπία την κοιτάζει αμίλητη μην τολμώντας να πιστέψει αυτό που μόλις άκουσε.. Ακούγεται μόνο η μουσική. Η Βάνα στο φόβο της απόρριψης κοιτάζει τα χέρια της. Παίζει με κάτι που έβγαλε από την τσέπη της. Η μουσική τελειώνει. Η Ολυμπία αγγίζει απαλά τα δάχτυλα της Βάνας.

Ολυμπία: -Αστο αυτό το ρημάδι, τι είναι;
Βάνα: -Μια βίδα που λασκάρισε κι έπεσε. Θα την βάλω στη θέση της.
Ολυμπία: -Θα έχεις πρόβλημα χωρίς αυτήν;
Βάνα: -Δεν ξέρω, θα έχω; Που είναι ο Σπύρος…
Ολυμπία: Εγώ λέω πως όχι, αλλά τι ξέρω…Ξέχνα το Σπύρο, φεύγουμε.
Βάνα: -Δεν είναι άσχημη ιδέα. Που πάμε όμως;
Ολυμπία: -Για σούζες. Σήκω! Δεν έλεγες χθες πως σε εμπνέει το σπίτι μου;
Βάνα: Δεν ξέρω αν είναι, τα ριχτάρια στον καναπέ σου, τα μυρωδικά στικς, η μουσική σου, αλλά είναι το μόνο μέρος που καταφέρνω να ηρεμήσω. Πάμε.

Σηκώνονται επάνω και αρχίζουν να φοράνε τα σακάκια τους. Ανοίγει η πόρτα καθώς ετοιμάζονται και εισέρχονται τρεις άντρες με κράνη, ο τελευταίος είναι ο Σάκης. Η Βάνα και η Ολυμπία κοιτάζονται με απογοήτευση. Ο Σάκης Χαιρετά τους θαμώνες βιαστικά και προχωρά προς το μέρος τους.

Σάκης: -Μωρό μου εδώ είσαι; Έφαγα τον κόσμο να σε βρω. Γιατί έχεις κλειστό το κινητό σου; Αφού ξέρεις ότι ανησυχώ. Γειά σου Ολυμπία, τι κάνεις; Αν με είχε ειδοποιήσει ότι είναι μαζί σου θα είχα το κεφάλι μου ήσυχο.

Ολυμπία και Βάνα γελάνε.

Ολυμπία: -Μια χαρά Σάκη, μην την μαλώνεις, εγώ φταίω. Την είχα πάρει μονότερμα εδώ πέρα με τα δικά μου και ξεχαστήκαμε.

Σάκης: -Μα δεν με πειράζει, αλλά ξέρεις τώρα τη Βάνα, μπορεί να βρεθεί από τη μια άκρη της Αττικής στην άλλη και κυκλοφορούν μαλάκες στο δρόμο…
Βάνα: -Μωρό μου με συγχωρείς, έχεις δίκιο. Δεν είχα πάρει είδηση ότι είναι κλειστό το κινητό μου.

Σάκης: -Έτσι είναι. Όταν μπλέκουν δυο γυναίκες μαζί και θάβουν, τίποτα δεν παίρνουν είδηση.

Βάνα: -Έλα καχύποπτε…θα μείνεις εδώ εσύ; Εγώ πάω με την Ολυμπία στο σπίτι της για μάθημα..

Σάκης: -Δεν μπορεί να γίνει σήμερα αυτό, να το αναβάλετε. Ολυμπία με συγχωρείς που θα σας το χαλάσω αλλά είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι του Σταύρου. Πάει να καταταχτεί στο στρατό αύριο το πρωί και μας θέλει όλους εκεί απόψε.

Βάνα: -Δεν γίνεται να πας χωρίς εμένα;

Ολυμπία: -Αστο Βάνα δεν πειράζει, μπορεί να χτυπήσει άσχημα η απουσία σου, καλύτερα να πας με τον Σάκη.
Σάκης: -Καλά που έχω κι εσένα να της βάζεις μυαλό. Σου χρωστάω ένα κέρασμα.
Ολυμπία: -Πες πως αυτό έχει γίνει.
Σάκης: -Ε όχι, θα γίνει…
Βάνα: -Πάψε ρε Σάκη τώρα, άντε προχώρα αν είναι να φύγουμε.
Σάκης: -Τι έπαθες παιδί μου εσύ; Τόσο πολύ σπάστηκες; Νόμιζα πως τον αγαπάς το Σταύρο.
Βάνα: -Δεν είναι κει το θέμα, έχω πονοκέφαλο, είπα να τη βγάλω κι ένα βράδυ ήρεμα. Όλο στον ένα και στον άλλο τρέχουμε μια βδομάδα τώρα.
Σάκης: -Έχεις δίκιο μωρό μου. Μετά από αυτό όμως σου υπόσχομαι, θα ηρεμήσουμε. Πιες ένα ντεπόν.
Ολυμπία: -Μη της δώσεις ντεπόν, έχει πιεί αλκοολ.
Σάκης στη Βάνα: -Πόσα ήπιες;
Βάνα: -Τίποτα, δυο.. (Σηκώνει δυο δάχτυλα μπροστά στα μάτια του Σάκη)
Ολυμπία: -Τρία
Σπύρος (ο σερβιτόρος που περνάει δίπλα τους): -έξι.
Σάκης: -Μάλλον πρέπει να σε πάω σπίτι. Μου ήθελες και μάθημα. Εσύ ρε Ολυμπία δεν την είδες;
Ολυμπία: -Δεν είδα τι ήπιε στο μπαρ, αλλά την είδα που ζαλίστηκε, γι’ αυτό είπα να την πάρω από εδώ.
Σάκης: -ΜΕ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ;;;Δεν την αφήνει αυτή τη μηχανή της.
Βάνα (Ψευδίζοντας): -Σιγά μη την αφήσω! Ο καλός ο καπετάνιος... Δεν είμαι και λιώμα. Πονοκέφαλο έχω μόνο.
Σάκης: -Οκ τότε. Θα έρθεις με τη δικιά μου και θα αφήσουμε τη δικιά σου εδώ. Σπύρο, πάρε τα κλειδί της μηχανής της. Όταν κλείσεις βάλ’ την μέσα στο μαγαζί.
ΣΠΥΡΟΣ: Με τη φίλη της μαζί;
Βάνα: -Πολλά λες…εσύ.
Ολυμπία: -Λοιπόν παιδιά μου εγώ σας αφήνω. Περαστικά της και καλός φαντάρος ο φίλος σου Σάκη.
Βάνα οργισμένη: -Βαρέθηκα να μου λες τι να κάνω. Βαρέθηκα να με πηγαίνεις και να με φέρνεις. Βαρέθηκα να τα κανονίζεις όλα εσύ για μένα. Βαρέθηκα να σου περνάει όλο το δικό σου!
Σάκης: -Μα αγάπη μου, έχεις πιεί…και δεν μου φαίνεται πως ήπιες μόνο έξι…
Σπύρος (εξ αποστάσεως): -Έξι ήταν, αλλά την έπιασαν. Περίεργο…
Ολυμπία: -Ηρέμησε μικρή. Θα πας με το Σάκη, κι αύριο θα έρθεις για μάθημα κανονικά.
Βάνα: -Σε βαρέθηκα και σένα! Δεν παίρνεις το μέρος μου, παίρνεις το δικό του. Κι εσύ μου λες τι να κάνω. Όλοι ξέρετε καλύτερα από μένα για μένα! Δεν την θέλω τη σκατοδουλειά! Πες στον φίλο σου ότι δεν θα πάω. Ούτε και μαζί σου θα έρθω ρε! Δεν έρχομαι στην Αγγλία να μου βάλεις σε τάξη τη ζωή μου. Δεν την θέλω την τάξη σας! Αταξία θέλω. Μ’ ακούτε; Εσύ Ολυμπία περίμενα πως θα με καταλάβεις, αλλά κι εσύ με κάνεις πάσα στον πασά.
Ολυμπία: -Σάκη καλύτερα να την πας στο σπίτι της. Θα τηλεφωνηθώ αύριο μαζί της. Είναι χάλια, λυπάμαι, δεν το κατάλαβα. (Στην Βάνα). Μάτια μου μην κάνεις έτσι. Δεν θα σε πάει κανείς με το ζόρι πουθενά. Πήγαινε σπίτι να ηρεμήσεις, να ξεκουραστείς. Τα λέμε αύριο.
Βάνα στο Σάκη: -Να πάμε σπίτι ναι ναι. Να ηρεμήσουμε μαζί. Να κάνουμε κι έρωτα. Έρωτα όμως από αυτόν που γράφουν στο λεύκωμα έτσι; Ν’ απαντήσουμε και στην ερώτηση τι εστί έρως. Χωρίς χιπ χοπ. Μου το υπόσχεσαι; Να μου ανάψεις και μυρωδικά στικς, σαν αυτά που έχει στο σπίτι της η Ολυμπία. Μου το υπόσχεσαι; Πες μου ναι!
Σάκης νευρικός και αμήχανος: -Ναι μωρό μου, ναι, έλα προχώρα σε παρακαλώ…ρε τι πάθαμε…τη την έπιασε με τα μυρωδικά στικς ρε Ολυμπία;
Βάνα: -Όλι σε έχω μάρτυρα, μου το υποσχέθηκε. Θ’ απαντήσουμε στην ερώτηση τι εστί….
Ολυμπία: -Δεν ξέρω Σάκη μου, τι την έπιασε, άντε καλό βράδυ…

Η Ολυμπία φεύγει βιαστικά σαν κυνηγημένη. Ο Σάκης μετά την αποχώρηση της Ολυμπίας τραβάει τη Βάνα στην έξοδο. Η Βάνα πια παραμιλάει

Βάνα: -Test driver, πιτς, Κρήτη; Πριτς! Ολυμπία; στους Ολυμπιακούς…Τότε. Τώρα τρέχει Σάκης εκτός συναγωνισμού. Μη γκαζώνεις ρε μωρό, δικιά σου είμαι. Δεν είμαι;
Σάκης: -Ναι καπετάνιε μου, δικιά μου…Ρε ΣΠΥΡΟ! Φώναξε ένα ταξί που να με πάρει ο διάολος. Θα της έπεσε καμιά στάχτη στο ποτό.
Βάνα: -Να πάμε με την Ολυμπία τότε Σάκη μου, γιατί δεν πάμε όλοι μαζί;
Σάκης: -Πάει η Ολυμπία, έφυγε.
Βάνα: -Έφυγε; έτσι; Στην ψύχρα; Πάει…κι αποχαιρέτα την, την Ολυμπία που χάνεις….
Σάκης Πειραχτικά: -Πάειιι
Βάνα: -Πάειιιι! Μούφα η σούζα! Πάει.
Την παίρνει σχεδόν σηκωτή και χάνονται πίσω από την πόρτα.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΑΣΤΡΗΣΙΟΥ





(Αδεια ταβερνα προς διαλυση,παλιο στεκι της Λενας.Ο Μανος καθεται μονος σ'ενα τραπεζακι,εχει ριξει το βαρος του σωματος του προς τα μπροστα,καπου τηλεφωνει και κανει ενα μορφασμο σαν να απορει που κανεις δεν το σηκωνει.Φοραει μαυρα στενα ρουχα και ειναι γυρω στα 25.Η Λενα μπαινει φουριοζα,με πολυ αερα,ειναι λιγο μεγαλυτερη απ'τον Μανο,φοραει τζιν και ενα φαρδυ αερινο ασπρο πουκαμισο.Ειναι υπερκινητικη.)

ΛΕΝΑ Μπα..ηρθες?Δεν το περιμενα μετα τα προχτεσινα σου χαλια..
ΜΑΝΟΣ Δεν ξερω γιατι μου'πες να συναντηθουμε ρε Λενα..Και τι μ'εφερες εδω?Να θυμηθουμε τα παλια?..Καλυτερα να φυγω..
( σηκωνεται και η Λενα τον αναγκαζει να κατσει αγκαλιαζοντας τον αισθησιακα)
ΛΕΝΑ Ουτε λιγα λεπτα δεν αντεχεις μαζι μου?
(ο Μανος κανει μια βιαιη κινηση και τιναζει τα χερια της απο πανω του)
ΜΑΝΟΣ Λεγε γρηγορα..
ΛΕΝΑ Ω ρε Μανο ξεκολλα λιγο,ηρθα να σου δωσω τα πραγματα,δεν προλαβα να τα παρω και ολα..Τελως παντων ο,τι μπορεσα..(η Λενα παει και καθεται στην αλλη καρεκλα)
ΜΑΝΟΣ Κοιτα,κρατα τα πραγματα η..δεν ξερω..φα'τα..Δεν τα θελω..Στο κατω κατω της τα χαρισαμε..
ΛΕΝΑ Ναι αλλα ποτε?Οταν της τα χαρισαμε ειχε μια σημασια..
ΜΑΝΟΣ Δεν παιρνουμε πισω τα δωρα..
ΛΕΝΑ Συνελθε δεν προκειται για οποιαδηποτε δωρα..Δεν της χαρισαμε παπουτσια!Τα χειρογραφα σου και οι πινακες μου!
ΜΑΝΟΣ Δεν τα θελω.
ΛΕΝΑ Τα θες δεν τα θες θα τα παρεις(σηκωνεται νευριασμενη και πηγαινει πανω κατω)
Mοιραστηκαμε την ευθυνη,μη βγαζεις την ουρα σου απ'εξω..
ΜΑΝΟΣ Εσυ με εβαλες!!
ΛΕΝΑ Εγω???Ναι φτωχε μου Μανο,κανε τωρα το θυμα!Οταν κλαιγοσουνα( μελοδραματικα)
"Λενα να την εκδικηθουμε..να τη βρει απο μας που μας κοροιδεψε..δε μας αγαπησε ποτε..ποτε της..μπουχουχου.."
ΜΑΝΟΣ Μη γινεσαι γελοια..
ΛΕΝΑ Εσυ εισαι ο γελοιος που μεχρι και τωρα τη συγχωρεις..( παει απο πανω του)
Ηταν μαζι σου,ηταν μαζι μου και ποιος ξερει με ποσους αλλους ηταν..Και στο κατω κατω εγω εκανα ολη τη δουλεια,εσυ στο αμαξι περιμενες..
ΜΑΝΟΣ Κανεναν δε συγχωρω αλλα..μπηκαμε στο ξενο σπιτι,δεν ειναι λιγο..
ΛΕΝΑ Μια μικροκλοπη ηταν πως κανεις ετσι?Κι επειτα κανενα σπιτι που φιλοξενησε εναν ερωτα δεν μπορει να ειναι ξενο.Εχεις καθε δικαιωμα...(την κοβει)
ΜΑΝΟΣ Κανενα δικαιωμα δεν εχεις Λενα..Ουτε πανω σε σπιτια ουτε σε ανθρωπους.Πως μπορεις να εισαι τοσο κυνικη?
ΛΕΝΑ That's life Μανο!(σκαει ενα πλατυ χαμογελο)Λοιπον θα φας κατι?Μου'πε ο Johny οτι το προεκτεινει το μαγαζι γι αυτο ειναι αδειο τωρα αλλα για μας κατι θα μπορεσει να φτιαξει!Θα του πω να μου κανει μοσχαρι με ασπρη σαλτσα,μισοψημενο..σχεδον ωμο!Εσυ?
ΜΑΝΟΣ Τιποτα
ΛΕΝΑ Φαε κατι,μη μου παιζεις τον βαρυ..
ΜΑΝΟΣ Αυγα..Ενα πιατο αυγα..10..20 αυγα το ενα πανω στο αλλο να σπαω τον κροκο με το δαχτυλο και να πεταγεται!!(δειχνει την κινηση)
ΛΕΝΑ Μ'αηδιαζεις..
(βγαινει και ο Μανος παλι καπου τηλεφωνει.δεν απαντα κανεις.Η Λενα μπαινει μετα απο λιγο με 2 πιατα μοσχαρι στα χερια)
Που παιρνεις?
ΜΑΝΟΣ Την Ιφιγενεια..Θα της πω οτι εχουμε τα πραγματα της..οτι μπηκαμε σπιτι της..θα της ζητησω να μας συγχωρεσει..
ΛΕΝΑ Οk ρε Μανο..(κοπαναει τα πιατα στο τραπεζι)Το παιζεις ηλιθιος,αλλα και τρελος?Ναι..παρε τηλεφωνο να χτυπησει στον ταφο..Θα το σηκωσει και θα σε βαλει σε ανοιχτη ακροαση μ'ολο το νεκροταφειο!(με φωνη τηλεφωνητη ) "Εδω Αδης..Επικοινωνειτε με τον προσωπικο τηλεφωνητη της Ιφιγενειας-Skeleton χα χα χα !!Πως την εχεις δει ρε μεγαλε?Απο προχτες σου επαναλαμβανω τα γεγονοτα,θα τα συνειδητοποιησεις ποτε? Αφου εκει ησουν..( καθεται στην καρεκλα της και μιλαει αργα στραμμενη προς τους θεατες)
Δεν πειραζει,παμε παλι..Ειμαι στην κουζινα,ξεκαρφωνω τον πινακα μου με θεμα η "η Ιφιγενεια το ξημερωμα",ακουω το κλειδι της στην πορτα,μπαινει,με βλεπει,ευτυχως φοραω κουκουλα,αρχιζει τα ουρλιαχτα..
(την κοβει,σηκωνεται κι αρχιζει να μιλαει γρηγορα)
ΜΑΝΟΣ Τοτε ειναι που τη βλεπω να τρεχει εντρομη εξω απ'το σπιτι,κανω να μπω στο αμαξι,γαμωτο μ'εχει δει "Μανο τι συμπτωση που ηρθες,καποιος ειναι μεσα στο σπιτι παμε να φυγουμε.." και με τραβαει,ψαχνω να σε δω καπου μεσα στο σπιτι,"σωσε με Λενα",με σερνει πισω της,τρεχουμε σαν τρελοι,τρεμει και φοβαται και με κραταει σφιχτα απ'το χερι και σκεφτομαι "μαλακα Μανο πως τα σκατωσες ετσι.."
ΛΕΝΑ (ειρωνικα)Θα κλαψω..
ΜΑΝΟΣ Φτανουμε στο υψωμα απο κατω η θαλασσα να σκαει στα βραχια "θελω να παρω αερα" φωναζει και τοτε εγω που κοιταζα μια τη θαλασσα και μια την Ιφιγενεια,ζαλιζομαι και λιποθυμω..
ΛΕΝΑ Πωωω ρε πουστη,καθε φορα λεω ωραια τα πηγαμε ως εδω και οταν φτανουμε σ'αυτο ακριβως το σημειο ολα τα χαλας..Επρεπε να πεις φτανουμε στο υψωμα απο κατω η θαλασσα να σκαει στα βραχια "θελω να παρω αερα" φωναζει κι οπως στριφογυριζει γυρω απ'τον εαυτο της και χωρις καλα καλα να βλεπει που παταει,γλιστραει,πεφτει στα βραχια, ΤΕΛΟΣ.Μολις την ειδες,λιποθυμησες.(εχει μεινει ορθιος και την κοιταζει σαν χαμενος)
ΜΑΝΟΣ Οχι Λενα,δεν μπορει να εγινε ετσι.(καθεται και ειναι ηρεμος)Δε μπορει να θυμασαι καλα.Εμενα με πιανει παντα ιλιγγος οταν βλεπω τη θαλασσα.Λιποθυμησα κι εκεινη με γυρισε σπιτι.
ΛΕΝΑ Ηλιθιε,ηλιθιε..Εγω σε γυρισα σπιτι..Καταλαβε το.(παυση)Ειναι το ιδιο επιπονο και για μενα..
ΜΑΝΟΣ Δεν επρεπε να μπουμε στο σπιτι..Την παιρνω απ'το πρωι στο κινητο να της ζητησω συγνωμη και το εχει κλειστο..Για κεινη τα'γραψα και τα ποιηματα και ολα..Ας τα κρατησει..
ΛΕΝΑ(σχεδον φωναζοντας) ΠΕΘΑΝΕ ΜΑΝΟ ΠΕΘΑΝΕ!!
(ηρεμα)Αν δε θες να καταλαβεις..δεν εχω δυναμη να τα επαναλαμβανω..καποιος πρεπει να'ναι ο σκληρος αλλα..δεν αντεχω..το πιστεψα πως αν μπαιναμε και παιρναμε πισω τα πραγματα μας θα'ταν μια εκδικηση σαν να κλεβουμε τις στιγμες που της χαρισαμε..δεν το φανταζομουν οτι θα καταληξει ετσι..οταν εμαθα οτι ειναι και μαζι σου τα'χασα και συ επαθες το ιδιο..Μισουσα εσενα κι ερωτευομουν περισσοτερο την πλευρα της που δε γνωριζα..Γιναμε συνενοχοι για να την προδωσουμε μ"αυτο τον τροπο αλλα...Δεν ηθελα,με πιστευεις ετσι δεν ειναι?( γυριζει και τον κοιταει και κεινος γνεφει καταφατικα)Τωρα ξερω..Τα δωρα δεν τα παιρνεις πισω..δε μπορεις να διαγραφεις(παυση)Θα το πληρωσεις.
ΜΑΝΟΣ Επρεπε να συμβιβαστουμε Λενα σ'αυτη τη σχεση των τριων πολων..
ΛΕΝΑ Ειχα ηδη αρχισει καπως να σ'ερωτευομαι.Ετσι κι αλλιως μου ησουν αρκετα οικειος.Τα σημαδια σου ηταν εμφανη πανω της..
ΜΑΝΟΣ Οπως και τα δικα σου..
ΛΕΝΑ Επρεπε να ειμαστε πιο ανοιχτοι για να δουμε πως με την αγαπη που της διναμε ο καθενας χωριστα γινοταν καλυτερη,περισσοτερο ερωτευσιμη και μεις μαζι της πιο ευτυχισμενοι που την βλεπαμε ολοκληρωμενη.
ΜΑΝΟΣ Λενα..Σταματα..Η θαλασσα..ζαλιζομαι..
(τα φωτα αλλαζουν γινονται μπλε μωβ κι ο Μανος πεφτει κατω καθεται οκλαδον και πιανει το κεφαλι με τα χερια του σαν να θελει να μην ακουει.Η Λενα παει διπλα του τον αγκαλιαζει απ'τη μεση και τον ΚΡΑΤΑΕΙ μεχρι να σταματησει το παραληρημα του )
ΛΕΝΑ Ηρεμησε τωρα..
(ο Μανος μιλαει με αγχος και εντονη αναπνοη)
ΜΑΝΟΣ Ξυπνουσα τα βραδια απ'τον ηχο των κυματων..(με παραπονο) "Κλεισε Ιφιγενεια το παραθυρο"της ελεγα "δεν μπορω να κοιμηθω.."
ΛΕΝΑ (καταφατικα)Και δεν το εκλεινε.
ΜΑΝΟΣ Εβγαινε εξω και καπνιζε και φωσφοριζε η ασπρη ρομπα της μεσα στη νυχτα και ανεμιζε σαν πανι που χει σχιστει απο καταρτι πλοιου και χορευει σαν τρελο στον αερα και τα σχηματα αλλοιωνονταν και τα σεντονια τυλιγονταν και ξετυλιγονταν και τα ματια μου εβλεπαν τ'αστερια ν'αναβοσβηνουν σαν καποιος να'χει χαλασει τον διακοπτη τους ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ και βουλωνα τα αυτια μου και ζαλιζομουν κι εκεινη..
ΛΕΝΑ (ομοια με πριν)Γελουσε.
ΜΑΝΟΣ Γελουσε.(παυση)Και καποια στιγμη εμπαινε μεσα ,εκλεινε τα παραθυρα και ξαπλωνε διπλα μου με την πλατη γυρισμενη και γω για ν'αποκοιμηθω μετρουσα τα τριανταφυλλακια του νυχτικου της και τα'βγαζα..
ΛΕΝΑ (ομοια με πριν)164.
ΜΑΝΟΣ Με τον καιρο τα πολλα πλυσιματα τα ξεθωριαζαν αλλα εγω θυμομουν παντα τη θεση τους και τα μετρουσα ενα ενα..164.
(τα φωτα επανερχονται και η Λενα σηκωνεται)
ΛΕΝΑ Ξερεις,τα πραγματα τελικα λεω να μην τα κρατησουμε..
ΜΑΝΟΣ (χαμενος)Τι ελεγες?..Σορυ,δεν ακουγα..
ΛΕΝΑ Τα πραγματα λεω..Θα τα πεταξω.Μονο..αν δε σε πειραζε θα'θελα να κρατησω τα χειρογραφα σου.Δεν ειναι κι ασχημα.(παυση)Θα λεω οτι καποιος τα'γραψε για μενα.Ειναι ωραιο να σου γραφουν ετσι.Καποιος να σ'αγαπαει...ετσι.
ΜΑΝΟΣ Καν'τα ο,τι θες,δε δινω δεκαρα.Φευγω..
ΛΕΝΑ Κατσε λιγο..Η Ιφιγενεια θα'λεγε(χαρουμενα)"Ακομα δεν ηρθαμε!!Αλλη μια ομελεττα στον κυριο!!"
ΜΑΝΟΣ Λενα φευγω.Και δεν ξερω τι να πω..Μαλλον.."Συγνωμη.."
(φευγει και λιγο πριν βγει ακουγεται η φωνη της Λενας)
ΛΕΝΑ Γαμωτο..
ΜΑΝΟΣ (γυριζει)Τι εγινε?
ΛΕΝΑ Νομιζω αφησα τα παραθυρα στο σπιτι ανοιχτα..
ΜΑΝΟΣ Και τι αγχωνεσαι τωρα?Αυτος που θα τη βρηκε θα πηγε σπιτι,θα'κλεισε και τα παραθυρα.
ΛΕΝΑ Και μεχρι να τα τη βρει?Μεχρι να τα κλεισει?
ΜΑΝΟΣ Τι να συνεβη αραγε?(τραγελαφικα και ειρωνικα)Λες να μπηκε ο αερας και να σκορπισε τα χαρτια απ'το γραφειο της?Λες να μπηκε κι η θαλασσα?Λες το σπιτι να'χει πλυμμηρισει απ'το νερο?(γελωντας η...κλαιγοντας )Λες το κυμα να το παρεσυρε και τωρα να ταξιδευει στ'ανοιχτα?Χα Χα!!!Εγω ο φοβερος καπετανιος θα το βρω και θα το φερω πισω!!Δε θα φοβηθω τον ανεμο ουτε τη θαλασσοταραχη!!Και δεν θα ζαλιστω ουτε στιγμη!Χασαμε τη βασιλοπουλα,σωσαμε το καστρο!!Χα χα!!Τουρουτουτουτου!!( βγαινει ενδοξα με το χερι σηκωμενο σαν να ετοιμαζεται για μαχη)
ΛΕΝΑ Σωστος ηρωας.Οχι αστεια.Σωστος ηρωας.
(η Λενα μενει για λιγο χαμενη,υστερα πιανει το κινητο της και τηλεφωνει βαζοντας το σε ανοιχτη ακροαση)
Ο ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗΣ ΠΟΥ ΚΑΛΕΣΑΤΕ ΕΧΕΙ ΠΙΘΑΝΟΝ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΤΟΥ ΑΠΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΜΕΝΟ.
(Φωνη Ιφιγενειας χαρουμενη,σχεδον παιδικη)
"Γεια σας!!Αυτη τη στιγμη δεν μπορω να σας μιλησω!!Αφηστε μηνυμα και υποσχομαι να τηλεφωνησω συντομα!!!"
ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠ.......
(η Λενα κανει μια κινηση σαν να παει να μιλησει,σταματα,χαμογελαει και κλεινει το κινητο.
Τα φωτα σβηνουν και μπαινει το κομματι "pieces of you")

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Παράνοια

Ελένη Μπάλιου (Μάθημα κ. Γιάννη Κωνσταντινίδη)


Πρόσωπα:
Μάνα 45
Πατέρας 48
Κόρη 15
Ινδός φύλακας πάρκου
Σερβιτόρος
Σεφ




Μια οικογένεια είναι σε Κυριακάτικη βόλτα στο βοτανολογικό πάρκο του Μαραθώνα.

Κορίτσι:
-Δεν περπατάω άλλο, κουράστηκα, πεινάω!

Μάνα:
-Ξέχνα για λίγο το φαγητό βρε μωρό μου και κοίτα γύρω σου. Βρισκόμαστε στον πιο σπουδαίο βοτανολογικό κήπο της Ελλάδας.

Κορίτσι:
-Όχι του κόσμου! Τι λες ρε μάνα; Δεν είχαμε πάει και στον Βοτανικό τις προάλλες; Αυτός δεν μου είχες πει ότι είναι ο πιο σπουδαίος της Ελλάδας;

Μάνα:
-Σωστά, είναι ο δεύτερος πιο σπουδαίος της Ελλάδας λοιπόν. Προχώρα!

Κορίτσι:
-Δεν το κουνάω ρούπι! Τι θέλω μωρέ κι έρχομαι μαζί σας; Κουνημένοι και οι δυο! Καλύτερα ν’ ακολουθούσα τη δεύτερη επιλογή που μου δώσατε. Πεινάω σας λέω!

Πατέρας:
-Μα στην δώσαμε γιατί ξέραμε ότι με τίποτα στον κόσμο δεν θα καθόσουν να πλύνεις τα πιάτα και να καθαρίσεις τα κακά του σκύλου. Καλύτερα η καταδίκη της βόλτας μαζί μας.

Μάνα: -Μετά απορείς γιατί βγήκε τόσο τεμπέλα. Δεν της δώσαμε μαζί τη δεύτερη επιλογή. Εσύ το έκανες. Εγώ δεν θα διαπραγματευόμουν με κάτι τόσο σοβαρό. Μου θέλατε και σκύλο! Μας έχει πνίξει το σκατό.

Κορίτσι:- Σας βαριέμαι. Σας βαριέμαι σας βαριέμαι! Τίποτα καλό δεν έχετε να πείτε για μένα;

Πατέρας: -Βρε μωρό μου, δεν σε κατηγόρησε κανείς. Είσαι λίγο τεμπελούλα, αλλά θα στρώσεις. Όλα τα κορίτσια σ’ αυτή την ηλικία είναι.

Κορίτσι: -Ναι; Και τι παθαίνουν μετά; Λοβοτομή; Με φέρατε εκδρομή για να ακούω πάλι για μένα;

Μάνα: -Όχι, τέλος. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στα δέντρα και μετά να καθίσουμε να φάμε.

Κορίτσι: -Πηγαίνετε σεις, εγώ θα μείνω εδώ με τα πράγματα.

Μάνα: -Αυτή η δίψα σου για μάθηση μ’ ενθουσιάζει πάντα….

Κορίτσι: -Καλά μορφωθείτε σεις για την ώρα και μου τα λέτε μετά. Να δω κι αν τα μάθατε καλά. Άντε καλό βόλι.

Πατέρας στη μάνα γελώντας: -Έλα πάμε. (στην κορίτσι πειραχτικά). –Άσε και τίποτα για μας ε; μη τα φας όλα.
Μάνα: -Να μας περιμένεις να φάμε όλοι μαζί. Δεν θ’αργήσουμε. Κοίτα τσίμπα λίγο ψωμί να κόψεις την πείνα σου. Θα σταματήσουμε να δούμε και την έκθεση ενδυματολογίας. Το ήξερες ότι έχει εκθεσιακό χώρο μέσα;

Κορίτσι: -Πεινάω, δεν μπορώ να περιμένω. Θα φάω ένα τοστ. Σιγά μην έχει και έκθεση μοντέλων της φόρμουλα ένα! Άντε πηγαίνετε, σας βαρέθηκα.


Γονείς φεύγουν. Η μικρή στην εξερεύνησή της τριγύρω βρίσκει μια κούκλα σπασμένη. Διαβάζει πάνω της μια πινακίδα «Έκθεμα 3. Ενδυμασία προβικτωριανής εποχής, τοποθετείται στον δέκατο όγδοο αιώνα, προέλευση Αγγλία» Μονολογεί: «Κοίτα να δεις που είχε δίκιο…έχει στ΄αλήθεια έκθεση εκεί μέσα….» Στέκεται για λίγο σκεφτική και μετά ενεργεί γρήγορα. Σκάβει μια λακκούβα δίπλα από τα τραπέζια και θάβει μέσα την κούκλα. Ύστερα ανοίγει την τσάντα για να βρει το ψωμί, αλλά με μια αδέξια κίνηση, αδειάζει το μπωλ με τα παντζάρια στο τραπέζι και κάτω. Κλείνει το μπολ με ότι έχει απομείνει, μαζεύει τα άλλα και τα πετάει στον κάδο. Κόβει μερικά φύλλα από ένα δέντρο και σκεπάζει τα βρεγμένα κάτω, μαζεύει όπως όπως το τραπέζι και την ώρα που έρχονται οι γονείς της, τρώει αμέριμνη το τοστ.

Μάνα: -Πολύ ενδιαφέρον. Έπρεπε να έρθεις, είδαμε απίστευτες ενδυμασίες. Και έξω από το κτίριο έχει πολλά φυτά σαρκοφάγα. Μάνο τρώνε κι ανθρώπινο κρέας αυτά;

Κορίτσι: -Δεν έβαζες το χέρι σου να δεις;
Μάνα: -Τρελή είμαι; Κι αν το’ βρισκε νόστιμο;
Κορίτσι: -Δεν ήρθες ρε μάνα στη ζούγκλα, σε έναν κήπο της Αττικής ήρθες!
Μάνα: Ρε φύλαγε τα ρούχα σου…που ξέρω εγώ ποιο είναι το αγαπημένο φαγητό της (Dionaea muscipula);

Πατέρας: -Και ο φύλακας τι κάνει εκεί μέσα αγάπη μου; Αν ήταν επικίνδυνο δεν θα καθόταν μπροστά του; Δεν θα το είχαν και περιφραγμένο με τρόπο που να μη το φτάνεις; Πως κάνουν με τα φίδια; έτσι.

Μάνα: -Ποιος φύλακας; Δεν τον είδα.


Κορίτσι:-Εσύ δεν βλέπεις αρκούδα στο μισό μέτρο, το φύλακα θα’ βλεπες;

Μάνα: -Που είναι η αρκούδα;

Πατέρας: -Έλα ρε μη την δουλεύεις άλλο. Μα κι εσύ βρε ούφο γυρεύοντας πας. Να την η αρκούδα! (δείχνει τον εαυτό του)

Μάνα: -Αν εσύ είσαι αρκούδα εγώ τι είμαι;

Κορίτσι: -Ούφο, το είπε.

Μάνα: -Τι θα πει ούφο; Ελληνικά είναι αυτά;

Κορίτσι: -Ουφ, ουφ και ω! ω! ω!; Ούφ-ω!. Εσύ. Έλα βγάλε το φαγητό τώρα, αύριο πάλι το φροντιστήριο.
Μάνα: -Να σου δώσω μιαν ανάποδη, να σου πω εγώ παλιομούλαρο που μιλάς έτσι στη μάνα σου. Αι σιχτίρ!
Κορίτσι: -Μπαμπά; Από ποια διασταύρωση προκύπτει το μουλάρι;
Πατέρας γελάει. Η μάνα τον κοιτάζει με απορία.
Μάνα: -Τι αστείο άκουσες τώρα εσύ;
Πατέρας: -Τίποτα δεν άκουσα, κάτι θυμήθηκα. Τι έχουμε λοιπόν εδώ;
Μάνα. -Αγκινάρες γεμιστές με ρύζι, κεφτεδάκια, πατζάρια σκορδαλιά, αυγά βραστά και για την αφεντιά της τοστ.
Κορίτσι: μα καλά αυπνίες είχες; Πότε τα έφτιαξες όλα αυτά;
Μάνα: (χαμογελαστή) Ε μια φορά το χρόνο έχουμε την επετειό μας να μη τη γιορτάσουμε όπως πρέπει;
Πατέρας: Ναι αλλά είναι και καθαρή Δευτέρα, καμιά λαγάνα αγόρασες;
Μάνα: -Ναι για πήγαινε αγορασέ την να δεις πόσα θα την πληρώσεις! Ή λαγάνα μας έλειπε!
Κορίτσι: -Εγώ δεν τρώω αγκινάρες. (Τα σταυρώνει σαν να ξορκίζει) Ότι σου αρέσει δεν το βρίσκεις ακριβό εσύ.
Μάνα: -Μα δοκίμασε να δεις αν σ’ αρέσει! Τις έχω φτιάξει πολύ νόστιμες.
Κορίτσι: -Μόνο τοστ με τυρί και ζαμπόν θέλω. Άλλο ένα πλιζ.
Μάνα: -Βάλε τουλάχιστον κανένα βραστό αυγό μέσα, τι θα τα κάνουμε όλα αυτά;
Κορίτσι: Να τα φάτε εσείς.
Μάνα: -Παιδί μου θα πάθεις αβιταμίνωση! Φάε και τίποτε άλλο…Να, δοκίμασε τα κεφτεδάκια.
Κορίτσι: -Δεν θέλω σου λέω! Πειραματόζωο με πέρασες να τρώω ότι φτιάχνεις;
Μάνα: -Σιγά καλέ, δεν σε δηλητηριάσαμε! Ξέρετε σεις να ζήσετε.. Φάε τουλάχιστον εσύ βρε Μάνο…

Ο πατέρας Μάνος δεν απαντά. Ούτε τις προσέχει εδώ και ώρα. Κοιτάζει κάτω και ψηλαφίζει χώμα με τα χέρια του.

Μάνα: Μάνο; Τι κάνεις εκεί; Τώρα που θα φάμε πιάνεις το χώμα;
Πατέρας: σσσς!
Μάνα: -Καλά κάνε ότι θέλεις. Εμείς τρώμε.
Ακολουθεί σιωπή.
Μάνα(μασουλώντας):-Τι ωραία που είναι εδώ! Γαληνεύει η ψυχή σου. Ακούς τα πουλιά να κελαϊδάνε, τα νερά να τρέχουν, κυκλωμένοι από το πράσινο, όνειρο είναι.

Κορίτσι: -Εγώ ακούω μόνο το στομάχι μου τώρα. Τι το θες το τραπεζομάντιλο ρε μάνα; Στην τραπεζαρία σου είσαι;!

Μάνα: -Μπα; Και που ξέρεις ποιος καθόταν πριν εδώ πέρα; Έτσι θ’ ακουμπούσαμε τα φαγητά μας; Δεν το είδατε σεις, είχε λεκέδες το τραπέζι, ήταν ακόμα υγροί.

Κορίτσι: –Λες όποιος έκατσε εδώ να είχε ηπατίτιδα ή χολέρα; Τι υποχόνδρια θεε μου! Η εξοχή σου έλειπε!
Μάνα: -Λίγο σεβασμό παρακαλώ! Γιατί το βρίσκεις απίθανο να είχε κάποιος μια κολλητική ασθένεια;
Κορίτσι: -Δεν αντέχω. Γιατί δεν έμεινα να καθαρίσω τα κακά του σκύλου;

Πατέρας:-Μια στιγμή, σταματείστε!

Σηκώνει το χέρι του μπροστά στα μάτια του και σηκώνεται από το σκύψιμο στη γη.
Πατέρας: -Αυτό μοιάζει με αίμα!
Μάνα: -Παναγία μου! Γρήγορα σηκωθείτε πάνω. Να πάμε αλλού.
Πατέρας: Ένα λεπτό λέω!

Εξετάζει κι άλλο το χώμα.

Πατέρας: -Να εδώ, έχει περισσότερο. Το έχει απορροφήσει το χώμα αλλά έχει αλλάξει το χρώμα του σε μια μεγάλη επιφάνεια. Ύποπτο!

Μάνα: -Τι λες χριστιανέ μου και με τρομάζεις; Δεν μπορεί να είναι ανθρώπινο αίμα αυτό! Υπάρχουν φύλακες είπες εδώ μέσα. Θα το είχαν δει.

Κορίτσι: -Κι αν είναι ζώου τι ζώο να ήταν ρε μαμά; Γάτα; Σκύλος ή καμιά αρκούδα μέσα στο πάρκο;

Μάνα: -Δεν ξέρω, αποκλείεται πάντως να είναι ανθρώπου.

Κορίτσι: -Says who? Ποιο είναι το είδος από το ζωικό βασιλείο που συναντάς συχνότερα καθημερινά; Αυτό σκοτώσανε.
Μάνα: -Μη λες τέτοια παιδάκι μου και με τρομάζεις!

Πατέρας: -Θα το διευκρινίσουμε τώρα αμέσως. Πάω να ειδοποιήσω το φύλακα.

Ο πατέρας απομακρύνεται και η μάνα μαζεύει βιαστικά τα φαγητά. το κορίτσι ατάραχο.

Κορίτσι: -Μου κόπηκε η όρεξη. Σιχάθηκα. Δεν πεινάω. Θα είχα μείνει σπίτι, θα είχα καλέσει τον Μάκη ν’ ανταλλάξουμε mp3, θα παίζαμε με το playstation τι καλά που θα’ μουν. Καλύτερα τα κακά του σκύλου, παρά που ήρθα με σας τους τρελούς.
Μάνα: -Έλα κι εσύ, αμέσως να μας απορρίψεις για μια ιδέα που μας μπήκε! Να δεις τίποτε σοβαρό δεν θα’ ναι. Και μιας που το ανάφερες, δεν μου αρέσει η παρέα με τον Μάκη.
Κορίτσι: -Δεν είναι σοβαρό; Και τι είναι; Πλάκα; Που πάει ο μπαμπάς τότε; Ότι και να ήταν αυτό που το έχασε το αίμα, σιχαμερό είναι. Και δεν σου ζήτησε κανείς να κάνεις παρέα με το Μάκη.

Εμφανίζεται ο πατέρας με έναν άλλο άντρα..
Δείχνει στον άντρα το σημείο κι αυτός γελάει.

φύλακας: -Αααα, σήμερα πρωί εδώ, κόψανε.. Αυτό εδώ είναι από πρωί, ακόμα φρέσκο..
Πατέρας: -Ποιον κόψανε;
φύλακας:-Δέντρο με κόκκινα φρούτα. Καλό φαϊ από Κίνα . Εδώ όλα κόκκινα πρωί σήμερα.
Κορίτσι: Θέλετε να πείτε ότι εδώ ήταν έτσι βρεγμένα πριν έρθουμε εμείς;
Φύλακας: Εσείς κάνατε αυτό;
Κορίτσι: Όχι όχι!
Πατέρας: -Θέλεις να πεις πως αυτό που έπιασα με τα χέρια μου δεν ήταν αίμα;
φύλακας: -Βλέπεις δέντρο εκεί; Όχι φύλλα τώρα. Ούτε φρούτα κόκκινα.
Πατέρας: -Μα είμαι σχεδόν σίγουρος πως αυτό που έπιασα με το χέρι μου ήταν αίμα. Και δεν έμοιαζε για χρώμα από φρούτα.

Ο άντρας σήκωσε τους ώμους του και πήρε ύφος ειρωνικό.
-Εγώ λέει αυτό, εσύ δικό σου, τι είναι εδώ τώρα; τίγρες; Όχι Αμαζόνιο εδώ, πάρκο Μαραθώνα. Ψάξε βρες.

Ο Πατέρας επιστρέφει στο τραπέζι τους.
-Δεν είναι αίμα, τζάμπα τρομάξαμε. Το είπε και ο φύλακας. Αυτοί οι Ινδοί, πολύ ήρεμος και χαριτωμένος λαός βρε παιδί μου. Συμπαθέστατοι. Βγάλε τώρα τα φαγητά έξω.
Κορίτσι: -Δεν θέλω. Αίμα είναι. Ήταν από πριν.
Πατέρας: Τι λέει; Γιατί αν ήταν από μετά θα έκανε διαφορά; Ρε κάτσε κάτω!
Μάνα: -Έλα παιδάκι μου κι άσε τις κόνξες. Θα καθόμασταν εμείς αν ήταν έτσι; Αφού μας το είπε και ο άνθρωπος, φρούτα από Κίνα. Έλα και σου έχω φτιάξει τοστάκι με καπνιστή γαλοπούλα που σ’ αρέσει. Βάλε κι αυγό μέσα.
Πατέρας: -Βγάλε και τα δικά μας. Αυτό το κόκκινο ζουμί που τρέχει έξω από τη σακούλα τι είναι;
Μάνα: -Δεν μπορεί, αφού τα έχω σε μπολ που σφραγίζει. Για να δω…Παπαααα! Ήταν πολύ ζεστά τα παντζάρια και πέταξαν το καπάκι του μπολ. Πλημμύρισε μέσα κι έξω η σακούλα.
Κορίτσι (μασουλώντας): -Ωραία. Θα φάτε Παντζαρόζουμο σε φόντο κόκκινο από Κινέζικα φρούτα!
Πατέρας: -Οκ, ας τα βάλουμε πάλι στη σακούλα ή μάλλον, ας τ’ αδειάσουμε μέσα στη σακούλα και μετά να βρούμε έναν κάδο. Έχει τουλάχιστον ψωμί;
Μάνα: -Ναι μπόλικο. Φάε και κανένα αυγό. Και αγκινάρες φάε. Έχει και κεφτέδες.
Πατέρας: -Έφαγα αυγό δεν θέλω άλλο και με πειράζουν οι αγκινάρες..
Μάνα: -Μα έχω βράσει τόσα αυγά, θα τα πετάξουμε κι αυτά; Κρίμα στον κόπο μου.
Κορίτσι: Αμαν ρε μάνα με τ΄ αυγά σου, δεν θέλει σου λέει ο άνθρωπος!
Μάνα: -Καλά, φάτε ότι θέλετε. Μου ήρθαν κάτι ψιχάλες.

Η μάνα κοιτάζει τον ουρανό.
-Καλέ πότε μαύρισε έτσι ο ουρανός; Έρχεται μπόρα, καρεκλοπόδαρα θα ρίξει. Σηκωθείτε γρήγορα να προλάβουμε να πάμε στη στάση. Θα γίνουμε μούσκεμα. Ε φάε το αυγό τώρα που το καθάρισες, δεν μπορώ να το βάλω στην τσάντα έτσι!

Κορίτσι: -Σιγά ρε μάνα, θα μας πνίξεις. Τη μια μας λες φάτε, την άλλη σηκωθείτε γρήγορα! Δεν μας αφήνεις να ησυχάσουμε λεπτό. Για μια ψιχάλα!

Μάνα: -Εγώ φταίω; Στον καιρό να τα πεις.
Πατέρας: -Ε και τι έγινε ρε Ασπασία; Έρχεται μπόρα, θα λυώσουμε;
Μάνα: -Κι αν κλείσει το πάρκο και μας κλείσουν μέσα;
Πατέρας: -Α ναι ξέχασα. Έχουμε και τον τσεκουροσκοτωμένο.
Κορίτσι: -Κι αν η γιαγιά Κωστούλα είχε καρούλια τι θα ήταν;

Πατέρας και κορίτσι γελάνε μαζί. Χορεύουν ροκ μέσα στη βροχή. Η Μάνα έχει μείνει ακίνητη, σκυμμένη πάνω από τις σακούλες της στο έδαφος. Οι δυο χορεύοντας την πλησιάζουν και τη σπρώχνουν.

Κορίτσι: -Χαχα, έκρυψε το κεφάλι της για να μη βρέχεται…Η στρουθοκάμηλος.
Πατέρας: -Έλα ρε, γίνεσαι γραφική, σήκω να χορέψουμε. Θυμάσαι που χορεύαμε το riders on the storm έξω από τη ντίσκο και μας κλέβαν τη μηχανή από την πίσω πλευρά; Πως τον πήρα είδηση το λαγωνικό! Έφαγε της χρονιάς του!
Κορίτσι: -Γειά σου πατέρα μου Ράμπο! Πως έμπλεξες με τη μαμά που φοβάται τον ίσκιο της;
Πατέρας: -Το λένε ισορροπίες μωρό μου.

Η Μάνα έντρομη, με το σαγόνι της να τρέμει, δείχνει ένα γυναικείο χέρι που έχει βγει από τη γη στο βρεγμένο χώμα.
Το κορίτσι λιποθυμάει τάχαμου στην αγκαλιά του πατέρα του. Η μάνα μουρμουράει σε παραλήρημα.
Μάνα:-Δεν μπορεί, έχουμε επηρεαστεί ομαδικά. Δεν είναι αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε. Κάτι άλλο θα είναι.

Πατέρας μονολογεί προβληματισμένος.
-Ρε τον πούστη, γι’ αυτό δεν φόραγε τη φόρμα του φύλακα. Άκου φρούτα! Μας δούλεψε κανονικά. Έπρεπε να το καταλάβω. Το πάρκο είναι εθνικό, του δημοσίου. Δεν θα έβαζαν έναν Ινδό να το φυλάει.

Κορίτσι (πλησιάζει στο σημείο δήθεν τρέμοντας. Το κοιτάζει, μετά κοιτάζει τους δυο με περιφρόνηση). –Καλά σας λέω κουνημένους εγώ! Καλά δεν βλέπετε ότι είναι πλαστικό; Δεν είναι ένα αληθινό χέρι!
Μάνα: -Κι αν από κάτω έχει παιδάκι που κράταγε την κούκλα του που το ξέρουμε;

Κορίτσι: -Ρε μάνα, αν σκότωναν εμένα θα μ’ άφηναν να ακούω και τη μουσική μου; Αν εσένα θα σ’ άφηναν να κρατάς το πλεχτό σου να βγαίνει η βελόνα έξω για σημαδούρα; Τι μαλακίες θεε ακούω σήμερα!

Πατέρας: -Η μάνα σου έχει δίκιο. Μπορεί να βιαζόταν ο δολοφόνος και να μην πρόσεξε πως προεξέχει το χέρι της κούκλας.
Κορίτσι: -Κι αφού βιαζόταν γιατί ήταν ακόμα εδώ μετά τόσες ώρες που του μίλησες; Άρα δεν ήταν ο ξένος.
Μάνα: -Δεν έχεις ακούσει που λένε πως ο δολοφόνος γυρνάει τον τόπο του εγκλήματος; Μπορεί να ήρθε για να δει αν άφησε σημάδια πίσω του.
Πατέρας: -Εγώ δεν σκοπεύω να ξεθάψω για να δω τι είναι από κάτω. Σηκωθείτε να πάμε στην αστυνομία. Μάλλον όχι. Να σκεφτούμε πρώτα τι θα κάνουμε. Δεν μπορεί να σκότωσαν κάποιον εδώ μέσα και να μη γνωρίζει τίποτα ούτε ο φύλακας. Μπορεί να είναι μπλεγμένοι σ’ αυτό και παραπάνω από ένας. Πάμε έξω από δω.
Κορίτσι: -Εεε, σταματείστε! Μια κούκλα είναι, συνέλθετε παρανοϊκοί! Εγω…
Μάνα: -Έχει δίκιο ο πατέρας σου δεν πρέπει να πάμε στην αστυνομία εσύ πάψε τώρα, πάψε! Άσε μας να σκεφτούμε. Τι να κάνουμε Μάνο μου;
Πατέρας: -Δεν ξέρω, πάμε σε κείνο το εστιατόριο το κυριλέ απέναντι από το πάρκο να φάμε με την ησυχία μας και να σκεφτούμε. Να δούμε και τι ξέρουν αυτοί εκεί μέσα. Μπορεί να είναι μπλεγμένοι, θέλω να κόψω κίνηση.

Κορίτσι: -Α θα πάμε να φάμε στο εστιατόριο; Ναι ναι, πρέπει να κόψουμε κίνηση. Να δούμε τι ξέρουν κι αυτοί. Πάμε γιατί έχει δίκιο και η μαμά. Πλακώνει μπόρα και θα μείνουμε νηστικοί. Άσε που θα μας φάει η βροχή στη στάση.
Πατέρας: -Είχε καλό καιρό όταν φύγαμε, που να φανταζόταν κανείς πόσο γρήγορα θα άλλαζε.
Μάνα: -Τι σ’ έπιασε να βγάλεις το αμάξι μας εκτός κυκλοφορίας; Δεν μπορούσες καημένε μέχρι να πάρεις ένα άλλο μεταχειρισμένο; Να τα χάλια μας τώρα.
Πατέρας: -θα προτιμούσες κοντά στα άλλα να σπρώχνεις κι ένα σαράβαλο; Προχωράτε, κουράγιο, φτάσαμε.

Μπαίνουν μέσα στο εστιατόριο τρέμοντας, τινάζονται από τα νερά, βγάζουν τα σακάκια τους, πιάνουν στα γρήγορα ένα τραπέζι. Δείχνουν πολύ ταραγμένοι.

Σερβιτόρος: (πλησιάζει και τους δίνει από έναν κατάλογο). -Καλησπέρα σας, να σας φέρω κάτι να πιείτε;
Μάνα: -Νερό ανθρωπέ μου, γρήγορα λίγο νερό, θεε μου τι σοκ ήταν αυτό!
Σερβιτόρος: -Τι έπαθε η κυρία;
Πατέρας: -Τι έπαθε ε; δεν ξέρεις δηλαδή εσύ τι έπαθε η κυρία; Ήμασταν απέναντι, στο πάρκο. Ακριβώς στο σημείο που κόψανε τα δέντρα με τα κόκκινα φρούτα; Τα κινέζικα; Άκουσες τίποτα εσύ γι’ αυτό;

Σερβιτόρος: -Δεν είδα να κόβουν δέντρα σήμερα, αλλά εγώ ήρθα και αργότερα. Τόσο νωρίς το πρωί είμαστε κλειστά.
Πατέρας: -Κι αφού δεν ήσουν εδώ, πως ξέρεις πόσο νωρίς τα κόψανε; Κάτι δεν μας λες καλά εδώ. Φέρε μας νερά.
Μάνα: -Και τρία πηρούνια και τέσσερα πιάτα άδεια.
Σερβιτόρος: -Άδεια πιάτα; Χωρίς φαγητό μέσα;

Πατέρας: -Όλα στην ώρα τους. Κάτσε να συνέλθουμε πρώτα, να βγάλουμε κι εμείς μιαν άκρη. Έχεις την εντύπωση ότι τα βλέπουμε κάθε μέρα αυτά; Έχεις την εντύπωση ότι είχαμε καμιά όρεξη να τρέξουμε εδώ; Δεν έχουμε και μέσον, να πάμε στην αστυνομία.

Σερβιτόρος: -Μα τι έγινε επιτέλους;
Κορίτσι: -Φέρε αυτά που σου είπαμε, και θα μάθεις. Φέρε μου και μένα μια κόκα κόλα, κι αφού δεν ήσουν εσύ εδώ το πρωί, φέρε κάποιον που ήταν να δούμε τι ξέρει αυτός. Δεν θα μας τρελάνετε εσείς.. Άκου δυο βήματα και δεν άκουσαν τίποτα και δεν είδαν τίποτα. Σιγά μην είδαμε και εφιάλτη ομαδικώς.

Σερβιτόρος: -Θα καλέσω τον σεφ. Αυτός έρχεται εδώ χαράματα.
Μάνα: -Καλεσέ τον. Άντε μπράβο.

Έρχεται ο σεφ και τους βλέπει να έχουν αραδιάσει τα φαγητά τους στο τραπέζι και να τρώνε.
Σεφ: -Τι συμβαίνει κύριοι; Απαγορεύεται να τρώτε δικά σας φαγητά στο μαγαζί μας. Εδώ είναι εστιατόριο δεν είναι το πάρκο.
Πατέρας: -Και ποιος ευθύνεται που δεν είμαστε στο πάρκο απέναντι; Η προτιμούσατε να πάμε στην αστυνομία καλύτερα;
Σεφ: -Δεν καταλαβαίνω, τι αστυνομία; Για ποιο πράγμα μας κατηγορείτε;
Πατέρας: Δεν μου λες κύριε σεφ, φτιάχνεις κανένα πιάτο εσύ, με κόκκινα κινέζικα φρούτα σπεσιαλιτέ;
Σεφ:-Κόκκινα κινέζικα φρούτα; Όχι. Πως τα λένε;
Μάνα: -Χα! Σεφ να σου πετύχει. Τα έχει ακριβώς απεναντί του και δεν ξέρει πως τα λένε. Μάνο, καλά σου έλεγα να πάμε στην αστυνομία. Αυτοί εδώ κάνουν όλοι τους ανήξερους.
Πατέρας: -Τον φύλακα απέναντι τον γνωρίζετε; Τον ινδό;
Σεφ: Δεν ξέρω κανέναν ινδό φύλακα. Τι έκανε αυτός;
Πατέρας: -Α ούτε τον φύλακα ξέρεις. Μπας τον ξέρει κανένας άλλος εδώ μέσα; Μπας ξέρει κανένας εδώ μέσα λέω, τι σημαίνει το κόκκινο χώμα στη ραγδαία βροχή;
Κορίτσι: (ψιθυριστά στον πατέρα της): Πατέρα, Κόκκινο χώμα και ραγδαία βροχή το λένε. Μυθιστόρημα είναι.
Πατέρας:(στον σεφ): -Δεν είναι μυθιστόρημα αγαπητέ. Σε ξαναρωτάω. Μπας ξέρει κανείς άλλος εδώ μέσα;
Σεφ: -Το μυθιστόρημα;
Πατέρας: -Φίλε μου αφού έχεις το κουράγιο και για λογοπαίγνια, πάει να πει είσαι πολύ ψύχραιμος. Για να δούμε όμως πόσο ψύχραιμοι θα είστε όταν θα καταθέσουμε κι εμείς αυτά που είδαμε.
Σεφ: (Ειρωνικά) -Τι είδατε κύριε που δεν έχει δει ακόμα η υπομονή μου;
Εμφανίζεται στην πόρτα κουτσαίνοντας, ο φύλακας του πάρκου ο ινδός, κρατώντας το σακίδιο της μικρής.
Μάνα: -Παναγιά μου, δεν θα προλάβουμε, μας ανακάλυψε. Κύριε για όνομα του θεού, αν είστε Έλληνας, αν είστε χριστιανός, αν είστε αθώος και δεν έχετε πραγματικά ιδέα, σώστε μας!
Σεφ: (στον ινδό) -Τι θέλεις; Τους ξέρεις;
Ινδος: -Με ξέρεις εσύ. Εγώ από πάρκο απέναντι. Κορίτσι εδώ άφησε σάκο της. Είδα που μπήκανε και έφερα
Μάνα: -Πως μας είδε; Καθόταν έξω στη βροχή και μας παρακολουθούσε; Θέλει να μας σκοτώσει όπως σκότωσε και τη γυναίκα στο πάρκο; Κρατείστε τον, να καλέσουμε την αστυνομία. Μάνο πως μπορείς και τρως; Κινδυνεύουμε!
Πατέρας:- Κάνω αντιπερισπασμό. Δεν άκουσες; Γνωρίζονται. Τι ζητάς βοήθεια απ’ αυτούς; Και το τηλέφωνο κομμένο θα το’ χουν. Πήγαινε να δεις.
Μάνα: (στο σερβιτόρο):- Έχετε κόψει και το τηλέφωνο βρε; Δείξε μου γρήγορα το τηλέφωνο.
Ο σερβιτόρος της δείχνει το τηλέφωνο. Αυτή κάνει μια προσπάθεια να καλέσει, είναι νεκρό.
Μάνα: -Είχες δίκιο Μάνο, είναι νεκρό! Σήκω!
Σεφ: -Θα κόπηκε λόγω της μπόρας. Συμβαίνει.
Πατέρας: -Τότε όμως κόβεται και το ηλεκτρικό, γιατί έχετε ακόμα ηλεκτρικό;
Σεφ: -Αααα, μα φτάνει πια! Που να ξέρω;
Πατέρας: Ακριβώς, δεν ξέρεις. Αλλά μη διανοηθείτε ν’ απλώσετε χέρι πάνω μας, θα πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας. Κυρίως μη διανοηθείτε να μου πειράξετε το παιδί.
Σεφ: -Μα δεν υπάρχει ένας άνθρωπος λογικός εδώ μέσα; Ένα τρελάδικο να τους μαζέψει;
Ινδος: -Κοριτσάκι τους φταίει.
Μάνα: (σε υστερία): -Κάτω τα χέρια απ’ το παιδί μου!
Ινδός: -Κοριτσάκι έθαψε κούκλα από έκθεση, στο πάρκο. Είδα εγώ.

Οι γονείς κοιτάζουν το κορίτσι.
Γονείς μ’ ένα στόμα. –Λίνα;
Κορίτσι: -Πλάκα έκανα μωρέ!
Πατέρας: -Και γιατί μας άφησες να έρθουμε εδώ; Γιατί μας άφησες να εκτεθούμε και σε τρίτους;
Κορίτσι: -Γιατί όταν είπες να έρθουμε εδώ, μου άρεσε. Επιτέλους θα κάναμε κάτι που μου αρέσει. Πότε άλλοτε θα έχω την ευκαιρία να καθίσω σε κυριλέ μαγαζί με σας τους τσιγκούνηδες; Άσε που έβρεχε κι όλας. Θα με τραβολογούσατε μέσα στη βροχή, να γίνω παπί, να κρυώσω, να πάθω πνευμονία, να πεθάνω…
Μάνα: -Σώπα παιδάκι μου μη λες τέτοια λόγια
Πατέρας: -Α ρε γυναίκα ουφο. Ούτε μετά απ’ αυτό έμαθες. Τσιμπάς με όλα.
Μάνα: -Ενώ εσύ άντρα μου; Κολόνα του σπιτιού μας;
Κορίτσι: -Κι όχι μόνο, Ράμπο και αντιρατσιστής!
Σεφ: -Άντε πάρετε τώρα δρόμο από δώ, μην καλέσω εγώ την αστυνομία.
Μάνα: -Μάλιστα κύριε σεφ μας, φεύγουμε. Γαμώτο αφάγωτες θα γυρίσουν πίσω οι γεμιστές μου αγκινάρες. Ας όψεται η τρέλα μας.
Σεφ: (γεμάτος ενδιαφέρον): -Γεμιστές αγκινάρες; Πως τις φτιάχνεις; Τι βάζεις μέσα;
Μάνα: -Α να σου τα πω από την αρχή, καταπληκτική συνταγή.
Πατέρας και κόρη τη φωνάζουν από την πόρτα. Αυτή τους κουνάει το χέρι ενοχλημένη και τους γυρίζει την πλάτη.
Μάνα:(στο σεφ): -Καθαρίζουμε που λετε τις αγκινάρες από τα’ αγκάθια τους και τα φύλλα και τις αδειάζουμε μ’ ένα κουτάλι. Μετά τις ρίχνουμε στο λεμόνι για να μην μαυρίσουν και στο μεταξύ ετοιμάζουμε τη γέμιση….Ρυζάκι, κρεμμυδάκι, μπόλικο μαϊντανό ….
Ο Σεφ την ακούει με μεγάλη προσοχή, οι άλλοι δυο απηυδισμένοι βγαίνουν έξω. Τα φώτα χαμηλώνουν.