Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

500 ΕΥΡΩ

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥ

(αίθουσα τυπικού εστιατορίου. Τέσσερις το απόγευμα. Το μαγαζί είναι άδειο. Στο ακριανό, γωνία, τραπέζι δύο άντρες, ‘φίλοι’ και συνάδελφοι, μετά τη δουλειά. Τρώνε μπριζόλες με τηγανιτές πατάτες και χωριάτικη. Συνοδεύουν με σόδα. Κωδικά ονόματα Ζήτα και Νι. Ο Ζήτα έχει τον Νι- παρατσούκλι «οδοστρωτήρας»- τελείως του χεριού του. Συνηθισμένοι κατά τα άλλα).

Νι - (Έντονα προβληματισμένος) Δεν έπρεπε να τη φάμε την ξανθιά.

Ζήτα - Με συγχωρείς;

Νι - Την ξανθιά, στο τέλος, δεν χρειαζόταν… Δεν έφταιγε σε τίποτα.

Ζήτα - Τι ξαφνική ευαισθησία; Κρίσεις συνειδήσεων και ενοχές απαγορεύονται. Κοίτα μη σ΄ ακούσει κανείς.

Κοιτούν τριγύρω. Τα γκαρσόνια και ο Μαγαζάτορας είναι μάλλον στην κουζίνα.

Νι - (Επιμένει) Ήταν η γυναίκα του αδερφού μου. Δε θα μιλούσε. Μπορούσε να γλιτώσει.

Ζήτα - (Καταλαβαίνοντας το «πρόβλημα») A! Μάλιστα... Ξέρεις, αν το πεις στον αρχηγό κάτι μπορεί να κάνει, να τον αποζημιώσει ίσως.

Νι - Ρε, ήταν νιόπαντροι. Ήταν έγκυος..

Ζήτα - Σσς, μη φωνάζεις!

Νι (Υπακούει. Συνεχίζει χαμηλόφωνα τώρα) Τεσσάρων μηνών… του γάμησα τη ζωή… θα τρελαθώ..

Ζήτα - ( Αδιάφορα) Κοίταξε, φίλε μου, λυπάμαι. Μήπως όμως να σκεφτούμε το μέλλον; Τι μπορεί να τον βοηθήσει να συνέλθει; Δεν είναι καλύτερο;

Νι - ( Με ελπίδα) Ναι, ναι το μέλλον. Πρέπει να κάνει κηδεία, ε;

Ζήτα - Κηδεία, βεβαίως. Μια ωραία τελετή με κόσμο να κλάψει να το ευχαριστηθεί. Να το χωνέψει.

Νι - Αχ, αδερφάκι μου… ναι, το κλάμα λέει κάνει καλό.

Ζήτα - Οπωσδήποτε κάνει καλό. Κλαις, κουράζεσαι, κοιμάσαι, ξυπνάς, κλαις, ξανακουράζεσαι, λες κανένα ανέκδοτο, ξανακλαις, ξανακοιμάσαι, ξεχνάς. Βοηθάει.

Νι - Αχ αδερφάκι μου, κλάψε και θα ξεχάσεις.

Ζήτα - Έτσι μπράβο, ολόκληρος άντρας, ( τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη ) όλα καλά θα πάνε, τόσους και τόσους έχουμε στείλει στην άλλη ζωή, τι έγινε; Όλοι θα πεθάνουμε σ’ αυτό το μάταιο κόσμο. Στο κάτω-κάτω η κοπέλα πήγε με τη μία. Ούτε που το κατάλαβε.

Νι - ( Θαυμάζει ) Ωραίος θάνατος. Αυτά τα καινούρια αυτόματα είναι πολύ ευγενικά. Πού, όταν ξεκινούσαμε πριν από δέκα χρόνια…

Ζήτα - ( Τον διορθώνει ) Έξι.

Νι - Εντάξει, έξι. Με κείνα τα… ‘στόχαστρα της συμφοράς’. Το θυμάμαι, είδες; Πολύ μου είχε αρέσει.

Ζήτα - Ε, αφού ήταν ελεεινά. Όπλα του πενήντα. Τι να ‘λεγα; Αυτό είχε αστοχήσει, όχι εγώ.. έχασα μια καρδιά από τότε; Ή, ένα δόξα πατρί; Όχι, πες. Έχασα;

Νι - ( Με καμάρι) Όχι, φίλε είσαι ο καλύτερος.

Ζήτα - (Συμφωνεί ) Όχι για να το ξέρουν. Σώθηκε ο άλλος κι εγώ ελλιπής στα καθήκοντά μου. Κατάλαβες; Ο μεγαλύτερος ελεύθερος σκοπευτής της χώρας. Παράσημο πρέπει να μου δώσουν. Αχ η δουλειά μας δεν θα αναγνωριστεί ποτέ…

Νι - Πες τα χρυσόστομε. Έχουμε απαλλάξει τον τόπο από τα ρεμάλια. Καθαρίζουμε όλη τη σαβούρα και ποιο είναι το ευχαριστώ; Παίζουμε κορώνα γράμματα τα κεφάλια μας με τρομοκράτες, μαφίες, πράκτορες, βαρόνους, πολιτικούς αντιπάλους, ό,τι τους κατεβεί κάθε φορά. Αυτοί δίνουν την εντολή και βουρ εσύ για τα σκατά. Η περδικούλα μου το ξέρει το ζόρι μου κάθε φορά. Γιατί βλέπεις, κάλυψη μηδέν. Είσαι μόνος εκεί έξω. Αν το παραμικρό στραβώσει χάθηκες. Γιατί ρε φίλε; Ένα όργανο είμαι, ακολουθώ εντολές. Γιατί θα με καταδικάσεις εσύ ο ίδιος για κάτι που μου ζήτησες;

Ζήτα - Αυτή είναι η φύση της δουλειάς. Το ρίσκο της. Γι’ αυτό πρέπει να είσαι ο καλύτερος.

Νι - Κι αυτά τα βρομόσκυλα δε θα τελειώσουνε ποτέ;

Ζήτα - Όχι, και καλύτερα αν θέλεις να δουλεύεις.

Νι - ( Ονειροπολώντας ) Μα σκέψου, όμως, ένα κόσμο χωρίς τρελαμένους..

Ζήτα - Δεν υπάρχει αυτό. Γίνεται πόλεμος κατάλαβέ το. Εσύ κοίτα μόνο να πηγαίνεις με τη μεριά των νικητών. Είναι πιο εύκολο.

Νι - Οι νικητές είμαστε εμείς;

Ζήτα - Ε, ποιοι άλλοι συνάδελφε! Κοίτα λίγο πού ζεις. Όλα τα΄ χεις στα πόδια σου.. μέχρι και η κυβέρνηση μας γλύφει.

Νι - Μας γλύφει, ε;

Ζήτα - Όχι εμάς, τον αρχηγό. Λίγο είναι αυτό;

Νι - Είμαστε κι οι πρώτοι!

Παύση. Τρώνε.

Νι - Η κουνιάδα μου όμως… τίποτα δεν έφταιγε…

Ζήτα - ( «φιλοσοφεί» ) Ε, κάπου θα ‘φταιγε κι αυτή… όλοι φταίμε κάπου…

Νι - ( Έξαλλος ) Ρε τίποτα δεν έφταιγε σου λέω!

Ζήτα - Εντάξει φίλε, μη θυμώνεις. Ποιος της είπε όμως να πάει να βρεθεί στο κέντρο του ‘περιστατικού’;

Νι - Ήταν άτυχη.

Ζήτα - Ε, βλέπεις; Έφταιγε που ήταν άτυχη..

Νι - Ήταν άτυχη και αθώα!

Ζήτα - Παράπλευρη απώλεια. Δε γινόταν αλλιώς

Νι - ( Με θυμό ) Δεν ήταν παράπλευρη η Πελαγία.. εσύ τη σκότωσες!

Ζήτα - ( Τον καλοπιάνει ) Ρε κολλητέ, ρε οδοστρωτήρα, δεν ήξερα ότι ήταν η κουνιάδα σου. Βρέθηκε εκεί, τελείωσε.

Νι - ( Με παράπονο ) Ναι. Μάλιστα. Ωραία δικαιολογία. Και την επόμενη φορά εγώ θα φάω τη μάνα σου.

Ζήτα - ( Ξαφνικά αλλαγμένος ) Άσε τη μαμά μου έξω από αυτό…

Νι - ( Συνειδητοποιεί τον πανικό του Ζήτα ) Γιατί; Να καταλάβεις κι εσύ πως είναι… και να σου πω… έφταιγε… Παράπλευρη απώλεια. Και να ‘ναι όλα μέλι γάλα. Τότε να σε δω.

Ζήτα - Ρε δε μου λες, όταν καθάρισες το σκύλο είπα τίποτα;

Νι - Δεν ήταν δικός σου.

Ζήτα - Και λοιπόν; Ένα σκυλάκι του θεού ήταν. Τα ζώα είναι τα μόνα αθώα σ’ αυτόν τον κόσμο.

Νι - Μπα; Κι αν μας μυριζόταν; Αν μας απειλούσε; Να μας ξετρυπώσει ένας σκύλος; Όχι, ο σκύλος έπρεπε να φύγει. Η κουνιάδα μου τι σου’ φταιγε. Ή, μάλλον που είχα μείνει; Α, στη μάνα σου. Να μη ζητήσεις ρέστα.

Ζήτα - Μην ακουμπήσεις τη Γιαννούλα πέθανες. Να ‘μαστε ξηγημένοι.

Νι - ( Τάχα αδιάφορα ) Και πού θα ξέρω;

Ζήτα - (Βγάζει από την εσωτερική τσέπη του πανωφοριού του ) Να, έχω φωτογραφία, δες καλά να μην ξεχάσεις.

Νι - Ωραία είναι ρε συ.. φσσς, νέα! Εδώ, που είναι; Στο Παγκράτι;

Ζήτα - (Τρυφερά ) Ναι, στον κήπο έξω απ΄ το σπίτι. Με τις τριανταφυλλιές.

Νι - ( Τον ψαρεύει ) Ναι, βέβαια, στη… Δαμάρεως;

Ζήτα - ( Ψυλλιάζεται ) Τι θέλεις ακριβώς; Γιατί ρωτάς;

Νι - ( Αθώα, αδιάφορα ) Έτσι, αν θυμάμαι καλά..

Ζήτα - Να μη ρωτάς. Έτσι και πλησιάσεις τέλειωσες.

Νι - Τα πήρες ε; να, σου πήγε. (Σηκώνεται να φύγει) Μην ξαναπείς παράπλευρη την Πελαγία, νερό θα πίνεις στο όνομά της.

Ζήτα - Πού πας τώρα;

Νι - Φεύγω.

Ζήτα - Για πού;

Νι - Δε σου λέω.

Ζήτα - Τι θα πει αυτό; (Σηκώνεται ξοπίσω του) Περίμενέ με!

Γκαρ. - (φωνάζει από μακριά ) Εεεε! Δεν πληρώσατε! Εεεε! Κρατήστε τους!

Δυο πελάτες που έμπαιναν σταματούν τον Ζήτα απορημένοι. Αυτός βγάζει γρήγορα το πορτοφόλι του, δίνει ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων και φεύγει βιαστικά. Οι άλλοι εντυπωσιασμένοι, κοιτούν μια το χαρτονόμισμα, μια τη φιγούρα του που χάνεται.

2 σχόλια:

perdikofryda είπε...

Έξυπνη και διασκεδαστική μαύρη κωμωδία... Μόνο ίσως χρειάζεται λίγη παράταση στο τέλος...Εύγε Μαριώ!

perdikofryda είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.