Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Πρώτα θα πάρουμε κρεβάτι!

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥ

(Αίθουσα ινδικού εστιατορίου. Ο Στέλιος, 24 χρονών, τσελίστας, και η Ηρώ, 23, ιστορία της τέχνης, βγαίνουν για φαγητό. Σήμερα ξαναβρίσκονται μετά από σχεδόν δύο μήνες. Το βράδυ θα κοιμηθούν για πρώτη φορά στο «σπίτι τους».)

Ηρώ - (θαυμάζοντας) Ωραία που είναι! (Πιάνει το χέρι του. Σε όλη τη διάρκεια τα χέρια τους θα είναι πιασμένα) Σε έχω ξανά μπροστά στα μάτια μου! Είμαι τόσο αναστατωμένη! Τι ωραία που είναι η Αθήνα! Και το σπίτι μας, τι ωραίο που είναι, και η βόλτα,… κι εδώ… κι εσύ… πόσο ομόρφυνες! (βουρκώνει από το μέγεθος της ευτυχίας) Αχ! Είμαι ευτυχισμένη! Αρχίζει η ζωή μας! Είναι όλα μπροστά στα πόδια μας! Δικά μας!

Στέλιος - (Τα χέρια του πάντα στα χέρια της. Με λαχτάρα) Πόσο σε περίμενα! Όπου πήγαινα, ό,τι έβλεπα, το βλέπαμε μαζί! Άλλαξα δέκα ιδέες για απόψε, δεν ήξερα τι ήθελα πρώτα, πού να πάμε, τι θα ήταν πιο ωραίο! Ήρθες! Επιτέλους είσαι εδώ πραγματική! Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι είναι αλήθεια! Ομορφιά μου!

(Τους πλησιάζει το γκαρσόνι).

Γκαρ. - Καλησπέρα…

Στέλιος - Δεν προλάβαμε ακόμα… Μισό λεπτό! (Ο Στέλιος παίρνει τον κατάλογο). Naan με ανθότυρο, σαλάτα Yoga, ένα Tandoori, ένα ψαρονέφρι, ρύζι τηγανητό, κι ένα κόκκινο κρασί (κοιτάει την Ηρώ ερωτηματικά. Εκείνη του χαμογελά εντυπωσιασμένη).

Γκαρ. - Ευχαριστώ.

Ηρώ - Έχεις ξανάρθει;

Στέλιος - Όχι. (Ψιθυρίζει στο αυτί της) Μελέτησα τον κατάλογο πριν έρθουμε για να σε εντυπωσιάσω!

Ηρώ - (Γελώντας τρυφερά) Και τα κατάφερες! Τι θα φάμε λοιπόν;

Στέλιος - Α! Αυτό θα το δεις σύντομα!

Ηρώ - Εντάξει. Να που θα ζήσουμε στην Αθήνα… ωραίο είναι το σπίτι μας… Και η γειτονιά!

Στέλιος - Ναι.. πού να δεις όταν το φτιάξουμε! Πρώτα από όλα θα πάρουμε κρεβάτι!

Ηρώ - Νομίζεις! Πρώτα από όλα θα βρούμε δουλειά!

Στέλιος - Εντάξει, θα βρούμε και δουλειά βέβαια! Ήδη άφησα βιογραφικά σε τρεις ορχήστρες. Θα μου τηλεφωνήσουν να κανονίσουμε για ακρόαση.

Ηρώ - Κι εγώ θα πάρω σβάρνα τα μουσεία. Να δούμε..

Στέλιος - Όλα θα γίνουν, μην ανησυχείς. Προς το παρόν έχουμε χρήματα. Πρέπει να φτιάξουμε το σπίτι. Σκεφτόμουν να βάψω τον τοίχο πίσω από το κρεβάτι..

Ηρώ - Μμμ.. τι χρώμα;

Στέλιος - Μπορντώ… Εσύ τι λες;

Ηρώ - Δεν ξέρω, να το δούμε.. Πόσο μεγάλη αλλαγή! Και τι πόλη! Ακόμα δεν το πιστεύω… θα ζήσουμε μαζί… Θα ξυπνάμε το πρωί, θα πίνουμε καφέ, θα σε έχω αγκαλιά όλη μέρα… (Ντροπαλά) Σ’ αγαπώ…

Στέλιος - Κι εγώ…(Ξαφνικά ένα σύννεφο περνάει μπροστά στα μάτια του. Μια άσχημη σκέψη)….

Ηρώ - Τι είναι καλέ μου;

Στέλιος - Τίποτα. Είμαι χαρούμενος… Όλα θα παν καλά…

Ηρώ - (Με εμπιστοσύνη) Ναι! Οι γονείς σου τι κάνουν;

Στέλιος - Καλά είναι. Η Κατερίνα τηλεφωνεί κάθε πρωί, αλλά κατά τα άλλα, εντάξει.

Ηρώ - Ε, μανούλα είναι κι αυτή, τι να κάνει; Ανησυχεί.

Στέλιος - Ναι, προς το παρόν κάνω υπομονή, να δούμε πόσο θα τραβήξει. Αλλά θα της πω καμιά κουβέντα καμιά ώρα..

Ηρώ - Έλα τώρα, θα στεναχωρηθεί. Θα τακτοποιηθούμε και θα δεις, θα ησυχάσει. Θεέ μου, δυο μήνες είχα να σε δω! Πάει, πέρασε όμως… Το ζήσαμε κι αυτό!

Στέλιος - Ναι. (Πάλι τα μάτια του συννεφιάζουν. Πάλι η άσχημη σκέψη)…

Ηρώ - Τώρα ξανά Φλωρεντία το Σεπτέμβριο, για να καταθέσω την εργασία και τέλος! Το μεταπτυχιακό θα γίνει ανάμνηση. Τη χρονιά κι αυτή! Τόσο γεμάτη, τόσο δύσκολη!

Στέλιος - (Προσπαθεί να ξεχαστεί) Σου άρεσε τελικά; Η όλη εμπειρία, η πόλη, το πανεπιστήμιο, οι άνθρωποι;

Ηρώ - Ναι. Τελικά. Είχε πολύ από όλα. Πολλές βόλτες, καινούριοι άνθρωποι, πολλή μοναξιά μετά τα Χριστούγεννα…

Στέλιος – (Καταπίνει το σάλιο του) Τι εννοείς;

Ηρώ - Τις μέρες που ήμασταν μαλωμένοι. Δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο. Ή στο δωμάτιο, ή στο δρόμο ήμουνα. (Σκύβει παρακλητικά- τρυφερά προς το μέρος του) Να μη μαλώσουμε ξανά έτσι, ναι; Νόμιζα πραγματικά πως θα χωρίζαμε. Ήμουν ένα ράκος.

Στέλιος – (χτυπώντας ρυθμικά το χέρι του στο τραπέζι με συγκρατημένη νευρικότητα και περισυλλογή) Ηρώ, πρέπει να σου πω κάτι. Θέλω να τα ξέρεις όλα για μένα. Δεν είμαι περήφανος γι αυτό, αλλά δεν μπορώ να σου έχω ούτε ιδέα μυστικού. Θέλω όλα να τα ξέρεις, καταλαβαίνεις; Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Ονειρεύομαι τη ζωή μαζί σου.

Ηρώ - Κι εγώ. Τι έγινε; (Παύση. Την κοιτάζει. Αφήνουν τα χέρια τους)

Τι είναι Στέλιο; Ανησυχώ!

Στέλιος - Τη μέρα που ταξίδευες όταν μαλώσαμε πήγα στη Μαρία τη Σαββίδου από το σχολείο μου.

Ηρώ - Ναι, μου το είπες.

Στέλιος - Ναι… έμεινα σπίτι της εκείνο το βράδυ… κάναμε έρωτα… Προέκυψε… Ήμασταν και οι δύο χάλια, και… ήταν μια ανθρώπινη επαφή… Χωρίς περισσότερο νόημα. Καταλαβαίνεις; Δύο φίλοι.. κι από τότε κιόλας ψιλοχαθήκαμε.

Πάνω στην πιο ακατάλληλη στιγμή καταφτάνει ο σερβιτόρος με το φαγητό. Η Ηρώ λυγίζει. Σκύβει το κεφάλι μη φανεί πως κλαίει. Ο Στέλιος τελείως αμήχανος.

Γκαρ. - Οοορίστε! ….. Το Tandoori…. και το ρύζι! Καλή όρεξη!

Στέλιος - Ευχαριστούμε. (Αφήνει να απομακρυνθεί ο Σερβιτόρος. Στρέφεται στην Ηρώ. Την ακουμπά διστακτικά στο πόδι) Σε παρακαλώ. Σ’ αγαπώ. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. (Η Ηρώ ανεβάζει το βλέμμα και τον κοιτάει παγωμένα) Νόμιζα ότι έπρεπε,…. ήθελα να το ξέρεις.

Ηρώ - (με μανία και πόνο) Ντροπή σου!... Είσαι γελοίος!... Σε σιχαίνομαι! …… Φτου σου!.. Μη μ’ ακουμπάς γουρούνι!.... Τι κάνατε; ………. Της φίλησες το στήθος; (Ο Στέλιος την κοιτάει σοκαρισμένος) Πες μου!

Στέλιος – (υποτάσσεται στην επιθυμία της) …Ναι.

Ηρώ – Την φίλησες παντού;

Στέλιος - …Ναι.

Ηρώ - Πώς το κάνατε;

Στέλιος - …Κανονικά.

Ηρώ - Έβαλες προφυλακτικό;

Στέλιος - …Όχι.

Ηρώ - Σε μισώ! Δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου! (Σηκώνεται να φύγει)

Στέλιος - Σε παρακαλώ! Άσε με να σου εξηγήσω!

Ηρώ – Όσα άκουσα ήταν υπεραρκετά!

Στέλιος - Έχεις δίκιο! Ό, τι λες μου αξίζει! Σε παρακαλώ!

Ηρώ - (Κοιτάζει γύρω της τον κόσμο. Κάποιοι τους κοιτούν. Αποφασίζει να ξανακαθίσει. Πιο κρυφά τώρα, αλλά με αμείωτη οργή και πόνο:) Πρόδωσες τα πάντα. Είσαι ψεύτης!

Στέλιος - Νόμιζα ότι είχαμε τελειώσει. ότι ήμουν μόνος. Ήμουν μόνος ανάθεμά το! Γι αυτό το έκανα! Ήθελα έναν άνθρωπο! Δεν έπρεπε να σου το πω ποτέ!

Ηρώ - (Μετά το ξέσπασμά του μαλακώνει. Σοβαρά: ) Έπρεπε να μου το πεις. Ήθελα να το ξέρω.

Στέλιος - (Συνεχίζει:) Όχι, δεν έπρεπε! Ήθελα ο μαλάκας! Λες κι επρόκειτο να καταλάβεις!

Ηρώ - ( Ξαναφορτώνει:) Να καταλάβω τι; Ότι ακόμα δεν ξέραμε καλά-καλά τι μας συνέβαινε κι εσύ πήγες με άλλη; Δεν έχασες λεπτό! Πώς μπόρεσες; Δεν είναι καν ωραία!...

Μεγάλη Παύση. Ο Στέλιος με οργισμένη απελπισία, η Ηρώ με δακρυσμένο πόνο και βουβή παραίτηση.

Ηρώ - ( πιο μαλακά, παραδοχή:) Ίσως καταλαβαίνω… Κι εγώ το ευχόμουν τότε.

Στέλιος - (Με τη ζήλια έτοιμη να ξεσπαθώσει:) Το έκανες;

Ηρώ - (Τον κοιτά. Συνειδητοποιεί την αγωνία του και τον δοκιμάζει. Τον κοιτάει αυστηρά, σαν να το σκέφτεται. Μικρή παύση. Ξαναγυρνά στην πραγματικότητα) Όχι τελικά. Αλλά αν δινόταν η ευκαιρία… αν υπήρχε κάποιος… ξέρω ’γω; Μπορεί και να μπορούσα… Την είδες από τότε;

Στέλιος - Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, ένα μήνα μετά… Της είπα ότι ήμασταν ξανά μαζί, κι εκείνη ήταν καλύτερα επίσης.. Μετά έφυγα, ήρθα στην Αθήνα.

Μικρή παύση.

Στέλιος - Με έβρισες πολύ…

Ηρώ - (Το σκέφτεται) Ναι… Εσύ στη θέση μου θα ‘κανες χειρότερα. (Προσπαθεί να χαμογελάσει) Ούτε να τα φανταστώ δε θέλω…

Στέλιος - (Αντίστοιχα) Ούτε κι εγώ…

Παύση. Κοιτάζονται στα μάτια ακίνητοι. Είναι ταραγμένοι ακόμα και σκεφτικοί. Ο καθένας μετράει τον άλλο. Αναλογίζονται τι θα κάνουν μετά από αυτό. Τι τους μένει να κάνουν. Μόνο οι αναπνοές τους ακούγονται κάπου-κάπου. Είναι λυπημένοι. Πονούν γιατί αγαπιούνται και δεν ξέρουν ακόμα τι από τα δύο θα υπερισχύσει, ο πόνος ή η αγάπη; Και πότε θα επουλωθεί η πληγή;

Αργό fade out στα φώτα.

1 σχόλιο:

perdikofryda είπε...

Μαριώ χαίρε!... Πολύ συγκαταβατική αυτή η Ηρώ... Βάλε "τρικλοποδιές" στο Στέλιο - δυσκόλεψέ τον κι άλλο: μη τον χαϊδεύεις τόοοοσο!... Θέλω να τον δω στα δύσκολα! Χαχαχα...